τυφλώνω: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τυφλῶ, -όω, ΝΜΑ [[τυφλός]]<br />[[καθιστώ]] κάποιον τυφλό, [[στερώ]] από κάποιον την όραση (α. «τον τύφλωσαν με πυρωμένο [[σίδερο]]» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας | |mltxt=τυφλῶ, -όω, ΝΜΑ [[τυφλός]]<br />[[καθιστώ]] κάποιον τυφλό, [[στερώ]] από κάποιον την όραση (α. «τον τύφλωσαν με πυρωμένο [[σίδερο]]» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ισχυρό φως) [[σκοτίζω]], [[αμβλύνω]] την όραση κάποιου («οι προβολείς μάς τύφλωσαν»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[σκοτίζω]], [[θολώνω]] τήν [[κρίση]] κάποιου («το [[πάθος]] του τον τύφλωσε»)<br />β) <b>ειρων.</b> [[μουντζώνω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με [[φυτό]]) [[καταστρέφω]] τους οφθαλμούς («τυφλοῦν ὀφθαλμοὺς ἀμπέλου», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποφράσσω]], [[κλείνω]] («τυφλοῦν τὰς [[διόδους]] ἁμάξαις», Αιν. Τακτ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αμβλύνω]], [[αχρηστεύω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>τυφλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], δεν [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]] («[[οὔτοι]] τετύφλωται μακρὸς [[μόχθος]] ἀνδρῶν», <b>Πίνδ.</b>)<br />β) (για [[φωνή]]) [[παύω]], [[σιωπώ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
τυφλῶ, -όω, ΝΜΑ τυφλός
καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τον τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω την όραση κάποιου («οι προβολείς μάς τύφλωσαν»)
2. μτφ. α) σκοτίζω, θολώνω τήν κρίση κάποιου («το πάθος του τον τύφλωσε»)
β) ειρων. μουντζώνω
μσν.-αρχ.
(σχετικά με φυτό) καταστρέφω τους οφθαλμούς («τυφλοῦν ὀφθαλμοὺς ἀμπέλου», Γεωπ.)
αρχ.
1. αποφράσσω, κλείνω («τυφλοῦν τὰς διόδους ἁμάξαις», Αιν. Τακτ.)
2. μτφ. αμβλύνω, αχρηστεύω
3. μέσ. τυφλοῦμαι, -όομαι
α) είμαι άχρηστος, ανώφελος, δεν φέρνω αποτέλεσμα («οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν», Πίνδ.)
β) (για φωνή) παύω, σιωπώ.