προπερισπάω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=properispao
|Transliteration C=properispao
|Beta Code=properispa/w
|Beta Code=properispa/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[circumflex the penultimate]], Gal.18(2).518 (Pass.), Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>21</span>, etc.; <b class="b3">προπερισπώμενον, τό,</b> [[a word circumflexed on the penultimate]], Hdn. Gr.<span class="bibl">1.10</span> (pl.). Adv. [[προπερισπωμένως]] [[circumflexed on the penultimate]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1655</span>, etc.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[circumflex]] the [[penultimate]], Gal.18(2).518 (Pass.), Sch.Ar.Eq.21, etc.; [[προπερισπώμενον]], τό, a [[word]] [[circumflexed]] on the [[penultimate]], Hdn. Gr.1.10 (pl.). Adv. [[προπερισπωμένως]] [[circumflexed]] on the [[penultimate]], Sch.Ar.Av.1655, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:27, 30 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπερισπάω Medium diacritics: προπερισπάω Low diacritics: προπερισπάω Capitals: ΠΡΟΠΕΡΙΣΠΑΩ
Transliteration A: properispáō Transliteration B: properispaō Transliteration C: properispao Beta Code: properispa/w

English (LSJ)

A circumflex the penultimate, Gal.18(2).518 (Pass.), Sch.Ar.Eq.21, etc.; προπερισπώμενον, τό, a word circumflexed on the penultimate, Hdn. Gr.1.10 (pl.). Adv. προπερισπωμένως circumflexed on the penultimate, Sch.Ar.Av.1655, etc.

German (Pape)

[Seite 739] (s. σπάω), vor od. vorher herumziehen. Bei den Gramm. = den Circumflex auf die vorletzte Sylbe setzen, προπερισπασθήσεται, Schol. Il. 4, 46; dah. προπερισπώμενον, ein Wort mit dem Circumflex auf der vorletzten Sylbe, u. adv. προπερισπωμένως, mit dem Circumflex auf der vorletzten Salbe bezeichnet, Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

προπερισπάω: θέτω περισπωμένην ἐπὶ τῆς παραληγούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 21, κλπ.· ῥημ. ἐπίθ. περισπαστέον, δεῖ προπερισπᾶν, ὁ αὐτ. εἰς Εἰρ. 1, κτλ.· ― προπερισπώμενον, τό, λέξις ἔχουσα περισπωμένην ἐν τῇ παραληγούσῃ, ἐπίρρ. προπερισπωμένως, μετὰ περισπωμένης ἐπὶ τῆς παραληγούσης, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1655, κτλ.

Greek Monolingual

προπερισπῶ, προπερισπάω, ΝΑ
γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, -ένη, -ο
αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» — λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε αντιδιαστολή προς την περισπώμενη, η οποία παίρνει περισπωμένη στη λήγουσα)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ προπερισπώμενον
λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + περισπῶ «τονίζω με περισπωμένη»].