προσχράομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσχράομαι''': ἀποθ., μεταχειρίζομαί τι ἢ ὠφελοῦμαι ἔκ τινος [[προσέτι]], τινι, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· τινι εἴς ἢ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C, ἐν Κριτί. 115A· ἢ τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 44D· μετὰ διπλῆς δοτ., [[ὥσπερ]] μάντεσι πρ. τισι [[αὐτόθι]] C.
|lstext='''προσχράομαι''': ἀποθ., μεταχειρίζομαί τι ἢ ὠφελοῦμαι ἔκ τινος [[προσέτι]], τινι, συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι εἴς ἢ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C, ἐν Κριτί. 115A· ἢ τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 44D· μετὰ διπλῆς δοτ., [[ὥσπερ]] μάντεσι πρ. τισι [[αὐτόθι]] C.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:50, 31 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσχράομαι Medium diacritics: προσχράομαι Low diacritics: προσχράομαι Capitals: ΠΡΟΣΧΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: proschráomai Transliteration B: proschraomai Transliteration C: proschraomai Beta Code: prosxra/omai

English (LSJ)

A use or avail oneself of a thing besides, τινι Arist.Rh. 1358b19; but more freq. simply, use, τινὶ εἴς τι Pl.Cra.435c; χάριν τοῦ σίτου Id.Criti.115a; τούτοις ταῦτα Id.Phlb.44d: c. dupl. dat., ὥσπερ μάντεσι π. τισί ib.c; [θεράπουσι] πρὸς τὰς διακονίας Arist.Pol.1263a20, cf.Ph.200b19, LXXEs.8.13 (16.17), etc.; νόμῳ BGU1127.21 (i B.C.):— Pass., τὰ -χρησθέντα CPHerm.92.11 (iii A.D.). II abuse, (παιδίσκῃ) dub. sens. in PSI4.406.7 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 789] (s. χράομα), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12. (s. χράομαι), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12.

Greek (Liddell-Scott)

προσχράομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαί τι ἢ ὠφελοῦμαι ἔκ τινος προσέτι, τινι, συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι εἴς ἢ πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C, ἐν Κριτί. 115A· ἢ τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 44D· μετὰ διπλῆς δοτ., ὥσπερ μάντεσι πρ. τισι αὐτόθι C.

French (Bailly abrégé)

se servir en outre de : τινι.
Étymologie: πρός, χράομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσχράομαι: пользоваться (ἀλλοτρίῳ ὀνόματι Plat.): π. τινι εἴς или πρός τι и χάριν τινός Plat. употреблять что-л. для или в качестве чего-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-χράομαι of προσχρήομαι bovendien gebruiken, met dat.:; τούτοις μὲν οὖν ταῦτα ἂν προσχρήσαιο je kunt dus hiervan op deze manier ook gebruik maken Plat. Phlb. 44d; προσχρῶνται δὲ πολλάκις ( sc. τοῖς γενομένοις ) καὶ τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες bovendien maken zij dikwijls gebruik van de gebeurtenissen uit het verleden door die in herinnering te roepen Aristot. Rh. 1358b19; gebruiken voor, met πρός + acc.: προσχρώμεθα πρὸς τοὺς διακονίας τὰς ἐγκυκλίους wij gebruiken hen (dienaren) voor de dagelijkse diensten Aristot. Pol. 1263a20.