σπουδαστέος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=spoudaste/os | |Beta Code=spoudaste/os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be sought for zealously]], <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>7.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[σπουδαστέον]], [[one must bestir oneself]], [[be earnest]] or [[anxious]], περί τινος <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>902</span> (troch.); ἐπί τινι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>608a</span>; ὑπέρ τινος <span class="bibl">Isoc.6.91</span>; ὅπως . . <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1c98</span><span class="bibl">b5</span>: so pl., -αστέα περί τι <span class="bibl">Hierocl. p.62</span> A.</span> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be sought for zealously]], <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>7.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[σπουδαστέον]], [[one must bestir oneself]], [[be earnest]] or [[anxious]], περί τινος <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>902</span> (troch.); ἐπί τινι <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>608a</span>; ὑπέρ τινος <span class="bibl">Isoc.6.91</span>; ὅπως . . <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1c98</span><span class="bibl">b5</span>: so pl., -αστέα περί τι <span class="bibl">Hierocl. p.62</span> A.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qu’il faut rechercher.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπουδαστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[σπουδάζω]], ὃν πρέπει νὰ ζητήσῃ τις μετὰ ζήλου, μετὰ σπουδῆς, Ξεν. Λακ. 7, 3. ΙΙ. σπουδαστέον, πρέπει τις νὰ σπουδάσῃ, νὰ φανῇ [[σπουδαῖος]] ἢ [[δραστήριος]] ἢ [[πρόθυμος]], [[περί]] τινος Εὐρ. Ι. Α. 902· ἐπί τινι Πλάτ. Πολ. 608Α· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 135Α· [[ὅπως]] .. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 21. | |lstext='''σπουδαστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[σπουδάζω]], ὃν πρέπει νὰ ζητήσῃ τις μετὰ ζήλου, μετὰ σπουδῆς, Ξεν. Λακ. 7, 3. ΙΙ. σπουδαστέον, πρέπει τις νὰ σπουδάσῃ, νὰ φανῇ [[σπουδαῖος]] ἢ [[δραστήριος]] ἢ [[πρόθυμος]], [[περί]] τινος Εὐρ. Ι. Α. 902· ἐπί τινι Πλάτ. Πολ. 608Α· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 135Α· [[ὅπως]] .. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 21. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:05, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A to be sought for zealously, X.Lac.7.3. II σπουδαστέον, one must bestir oneself, be earnest or anxious, περί τινος E.IA902 (troch.); ἐπί τινι Pl.R.608a; ὑπέρ τινος Isoc.6.91; ὅπως . . Arist.EN1c98b5: so pl., -αστέα περί τι Hierocl. p.62 A.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut rechercher.
Étymologie: σπουδάζω.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σπουδάζω, ὃν πρέπει νὰ ζητήσῃ τις μετὰ ζήλου, μετὰ σπουδῆς, Ξεν. Λακ. 7, 3. ΙΙ. σπουδαστέον, πρέπει τις νὰ σπουδάσῃ, νὰ φανῇ σπουδαῖος ἢ δραστήριος ἢ πρόθυμος, περί τινος Εὐρ. Ι. Α. 902· ἐπί τινι Πλάτ. Πολ. 608Α· ὑπέρ τινος Ἰσοκρ. 135Α· ὅπως .. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 21.
Greek Monotonic
σπουδαστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του σπουδάζω·
I. αυτός τον οποίο κάποιος πρέπει να επιδιώκει με ζήλο, άξιος σπουδής, σε Ξεν.
II. σπουδαστέον, πρέπει κάποιος να δειχτεί πρόθυμος, δραστήριος, πρέπει να σπεύσει, σε Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
σπουδαστέος, η, ον, verb. adj. of σπουδάζω
I. to be sought for zealously, Xen.
II. σπουδαστέον, one must bestir oneself, be earnest or anxious, Eur., etc.