συνυφίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνυφίσταμαι</i><br />[[συνυπάρχω]]<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> [[προσδίδω]] [[υπόσταση]] σε [[κάτι]], το [[κάνω]] να υπάρχει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[επιχειρώ]] ή [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
|mltxt=ΜΑ [[ὑφίστημι]]<br /><b>παθ.</b> <i>συνυφίσταμαι</i><br />[[συνυπάρχω]]<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> [[προσδίδω]] [[υπόσταση]] σε [[κάτι]], το [[κάνω]] να υπάρχει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[επιχειρώ]] ή [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
}}
{{pape
|ptext=([[ἵστημι]]), <i>mit oder [[zugleich]] [[existieren]] [[lassen]]</i>, und in den intr. tempp. <i>mit [[existieren]]</i>; S.Emp. <i>pyrrh</i>. 3.26; ἀμφότερα συνυφέστηκεν ἀλλήλοις, <i>adv.log</i>. 2.273; auch <i>mit [[unter]]- od. [[übernehmen]]</i>, συνυφίστασθαί τινι πάντα, Pol. 4.32.7.
}}
}}

Revision as of 17:07, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυφίστημι Medium diacritics: συνυφίστημι Low diacritics: συνυφίστημι Capitals: ΣΥΝΥΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synyphístēmi Transliteration B: synyphistēmi Transliteration C: synyfistimi Beta Code: sunufi/sthmi

English (LSJ)

A call into existence together with, τινι Plot.5.6.5, Jul.Or.4.142a, Procl.Inst.57:—Pass., with pf. and aor. 2 Act., coexist, Ph.1.175, Plu.2.572d, S.E.P.3.26, M.8.273, Alex.Aphr.Mixt. 228.21. II Med., undertake along with, αὐτοῖς πάντα -στησομένους Plb.4.32.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνῠφίστημι: φέρω εἰς ὑπόστασιν ὁμοῦ, τινί τι Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 730Α. ― Παθητ., μετὰ πρκμ. καὶ ἀορ. βϳ ἐνεργ., συνυπάρχω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π 3. 26, π. Μ. 8. 273. ΙΙ. Μέσ., ἐπιχειρῶ, ἀναδέχομαι, ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ τι Πολύβ. 4. 32, 7.

Greek Monolingual

ΜΑ ὑφίστημι
παθ. συνυφίσταμαι
συνυπάρχω
1. αρχ. προσδίδω υπόσταση σε κάτι, το κάνω να υπάρχει
2. μέσ. επιχειρώ ή αναλαμβάνω να κάνω κάτι από κοινού με άλλον.

German (Pape)

(ἵστημι), mit oder zugleich existieren lassen, und in den intr. tempp. mit existieren; S.Emp. pyrrh. 3.26; ἀμφότερα συνυφέστηκεν ἀλλήλοις, adv.log. 2.273; auch mit unter- od. übernehmen, συνυφίστασθαί τινι πάντα, Pol. 4.32.7.