ἀναμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναμίγνῡμι:''' v. l. [[ἀναμείγνυμι]], поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω<br /><b class="num">1)</b> примешивать, смешивать (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): [[ὁμοῦ]] πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. находиться в близких отношениях, общаться (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.).
|elrutext='''ἀναμίγνῡμι:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀναμείγνυμι]], поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω<br /><b class="num">1)</b> примешивать, смешивать (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): [[ὁμοῦ]] πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. находиться в близких отношениях, общаться (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to mix up, mix [[together]], Od., Hdt., etc.:—Pass. to be [[mixed]] with others, Hdt., [[attic]]: to [[have]] [[intercourse]], Plut.<br />B. [[ἀναμίσγω]], poet. and ionic for [[ἀναμίγνυμι]], only in pres. and imperf.<br /><b class="num">1.</b> to mix one [[thing]] with [[another]], τί τινι Od.: —Pass. to [[have]] [[intercourse]], τινι Hdt.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to mix up, mix [[together]], Od., Hdt., etc.:—Pass. to be [[mixed]] with others, Hdt., [[attic]]: to [[have]] [[intercourse]], Plut.<br />B. [[ἀναμίσγω]], poet. and ionic for [[ἀναμίγνυμι]], only in pres. and imperf.<br /><b class="num">1.</b> to mix one [[thing]] with [[another]], τί τινι Od.: —Pass. to [[have]] [[intercourse]], τινι Hdt.
}}
}}

Revision as of 12:09, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμίγνυμι Medium diacritics: ἀναμίγνυμι Low diacritics: αναμίγνυμι Capitals: ΑΝΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: anamígnymi Transliteration B: anamignymi Transliteration C: anamignymi Beta Code: a)nami/gnumi

English (LSJ)

v. ἀναμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 198] und ἀναμιγνύω, Plut. Num. 17 (s. μίγνυμι), vermischen, darunter mischen, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν Od. 4, 41; αμμίξας Il. 24, 529; πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. El. 705; τοῖσι πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Her. 1, 146; ἐν ταὐτῷ, vereinigen, Plat. Lys. 206 d; ἐν μέσοις Ἔλλησιν Xen. An. 4. 8, 8. – Med., mit einander verkehren, Plut. Num. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίγνῡμι: καὶ -ύω, ποιητ. ἀμμίγνυμι, Βακχυλ. 26: ποιητ. ἀόρ. μετ. ἀμμίξας, Ἰλ. Ω. 529· πρβλ. ἀναμίσγω. Ἀναμιγνύω, συμμιγνύω, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν, ἀνέμιξαν, ἐν τμήσει, Ὀδ. Δ. 41· πάντα τὰ κρέα Ἡρόδ. 4. 26, καὶ Ἀττ., καμοί μἀναμίγνυσθαι (ὅ ἐ. μὴ ἀναμ-) τύχας τὰς σὰς Εὐρ. Ἱκ. 591. ΙΙ. συχνάκις ἐν τῷ παθητ., ἀναμιγνύομαι μετ’ ἄλλων, πάντες ἀναμεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 715· τοῖσι … ἔθνεα πολλὰ ἀναμεμίχαται Ἡρόδ. 1. 146· Κάδμου παισὶν ἀναμεμιγμέναι Εὐρ. Βάκχ. 37· πάντες ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4, 19· ἐν μέσοις τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 48A, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8: - ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μάραγνα δ’ ἀμμεμίζεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάννου ἀντὶ μέλαινα δ’ αὖ μεμίξεται) Αἰσχύλ. Πέρσ. 1051. 2) ἑνοῦμαι μετὰ συνοδείας τινός, ὡς δὲ ἀνεμίχθημεν Δημ. 1259. 7: ἔρχομαι εἰς συγκοινωνίαν, Πλουτ. Νουμ. 20.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναμίξω, ao. ἀνέμιξα, pf. inus.
mêler l’un à l’autre, mélanger, confondre;
Moy. ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.
Étymologie: ἀνά, μίγνυμι.

Spanish (DGE)

v. ἀναμείγνυμι.

Greek Monotonic

ἀναμίγνῡμι: και -ύω, ποιητ. ἀμ-μίγνυμι, μέλ. -μίξω· Επικ. αόρ. αʹ μετοχή ἀμμίξας· πρβλ. ἀναμίσγω· ανακατεύω, αναμειγνύω μεταξύ τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· επικοινωνώ, συναλλάσσομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμίγνῡμι: v.l. ἀναμείγνυμι, поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω
1) примешивать, смешивать (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;
2) med. находиться в близких отношениях, общаться (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.).

Middle Liddell


1. to mix up, mix together, Od., Hdt., etc.:—Pass. to be mixed with others, Hdt., attic: to have intercourse, Plut.
B. ἀναμίσγω, poet. and ionic for ἀναμίγνυμι, only in pres. and imperf.
1. to mix one thing with another, τί τινι Od.: —Pass. to have intercourse, τινι Hdt.