υποζευγνύω: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι | |mltxt=[[ὑποζευγνύω]], ΝΑ, και [[ὑποζεύγνυμι]] Α [[ζευγνύω]] / [[ζεύγνυμι]]<br />(σχετικά με ζώο) [[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υποτάσσω]], [[υποδουλώνω]]<br />β) [[κατατάσσω]] σε μία [[τάξη]] («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι [[γένος]]», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:19, 20 April 2021
Greek Monolingual
ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α ζευγνύω / ζεύγνυμι
(σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύω
αρχ.
1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνω
β) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.).