Ὁμήρειος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Omireios | |Transliteration C=Omireios | ||
|Beta Code=*(omh/reios | |Beta Code=*(omh/reios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span>[[Homeric]], <span class="bibl">Hdt.5.67</span>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Fr.</span>222</span> ; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων <span class="bibl">Alex.Aet.5.6</span> ; τὸ | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span>[[Homeric]], <span class="bibl">Hdt.5.67</span>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Fr.</span>222</span> ; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων <span class="bibl">Alex.Aet.5.6</span> ; τὸ [[Ὁμήρειον]] the [[Homeric]] [[phrase]], Hp.<span class="title">Mochl.</span>5 ; οἱ [[Ὁμήρειοι]] = οἱ [[Ὁμηρίδαι]] 11, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>179e</span>. Adv. [[Ὁμηρείως]] = [[Homerically]] <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>15.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ὁμήρειος''': -ον, [[Ὁμηρικός]], Ἡρόδ. 5. 67, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1· [[ὡσαύτως]] μετὰ καταλήξεως θηλ. Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλὸς παρ’ Ἀθην. 699C· τὸ [[Ὁμήρειον]], ἡ Ὁμηρικὴ [[φράσις]], Ἱππ. 848Β, Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε. ― Ἐπίρρ., Ὁμηρείως, Αἰλ. π. Ζ. 15. 16. | |lstext='''Ὁμήρειος''': -ον, [[Ὁμηρικός]], Ἡρόδ. 5. 67, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1· [[ὡσαύτως]] μετὰ καταλήξεως θηλ. Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλὸς παρ’ Ἀθην. 699C· τὸ [[Ὁμήρειον]], ἡ Ὁμηρικὴ [[φράσις]], Ἱππ. 848Β, Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε. ― Ἐπίρρ., [[Ὁμηρείως]], Αἰλ. π. Ζ. 15. 16. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 15:21, 20 April 2021
English (LSJ)
ον, AHomeric, Hdt.5.67, Ar. Fr.222 ; also η, ον, Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Alex.Aet.5.6 ; τὸ Ὁμήρειον the Homeric phrase, Hp.Mochl.5 ; οἱ Ὁμήρειοι = οἱ Ὁμηρίδαι 11, Pl.Tht.179e. Adv. Ὁμηρείως = Homerically Ael.NA15.16.
Greek (Liddell-Scott)
Ὁμήρειος: -ον, Ὁμηρικός, Ἡρόδ. 5. 67, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως θηλ. Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων Ἀλέξανδρος ὁ Αἰτωλὸς παρ’ Ἀθην. 699C· τὸ Ὁμήρειον, ἡ Ὁμηρικὴ φράσις, Ἱππ. 848Β, Πλάτ. Θεαίτ. 179Ε. ― Ἐπίρρ., Ὁμηρείως, Αἰλ. π. Ζ. 15. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’Homère, homérique.
Étymologie: Ὅμηρος.
Greek Monotonic
Ὁμήρειος: -ον, Ομηρικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο, σε Ηρόδ.· τὸ Ὁμήρειον, ομηρική φράση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
Ὁμήρειος: гомеровский Her., Plat.
Middle Liddell
Ὁμήρειος, ον,
Homeric, Hdt.: τὸ Ὁμ. the Homeric phrase, Plat.