πελαργικός: Difference between revisions
m (Text replacement - " ;" to ";") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pelargikos | |Transliteration C=pelargikos | ||
|Beta Code=pelargiko/s | |Beta Code=pelargiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the stork]], Hsch., Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[Πελασγικός]] : | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the stork]], Hsch., Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[Πελασγικός]]: [[τὸ Πελαργικόν]] = the [[northern]] [[slope]] of the [[Acropolis]] at Athens, <span class="title">IG</span>12.76.55, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>832</span>; τὸ Πελαργικὸν [[τεῖχος]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>19</span>. <span class="bibl">5</span>; written [[τὸ Πελαργικόν]] in <span class="bibl">Hdt.5.64</span>, <span class="bibl">Th.2.17</span> (with [[varia lectio|v.l.]] [[Πελασγικόν]], but cf. [[Πελαργικόν]]· ἀντὶ τοῦ [[Πελασγικόν]], Hsch.); also Τυρσηνῶν [[τείχισμα]] Πελαργικόν <span class="bibl">Call. <span class="title">Fr.</span>283</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:48, 13 June 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of the stork, Hsch., Suid. II = Πελασγικός: τὸ Πελαργικόν = the northern slope of the Acropolis at Athens, IG12.76.55, Ar.Av.832; τὸ Πελαργικὸν τεῖχος Arist.Ath.19. 5; written τὸ Πελαργικόν in Hdt.5.64, Th.2.17 (with v.l. Πελασγικόν, but cf. Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν, Hsch.); also Τυρσηνῶν τείχισμα Πελαργικόν Call. Fr.283.
German (Pape)
[Seite 549] vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πελαργικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ πελαργοῦ, ἀνήκων εἰς πελαργόν, «πελαργικοὶ νόμοι· τὸ ἀνατρέφειν τοὺς γονεῖς» Ἡσύχ., Σουΐδ. πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1353. ΙΙ. = Πελασγικός· τὸ Πελαργικόν, ἡ βορεία κλιτὺς τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 832, Καλλ. Ἀποσπ. 283· τὸ Π. τεῖχος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1153· φέρεται δὲ τὸ Πελασγικὸν ἐν Ἡροδ. 5. 64, Θουκ. 2. 17· «Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / πελαργικός, -ή, -όν, ΝΑ πελαργός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο σχετικός με τον πελαργό («πελαργικός νόμος» — ο νόμος τών αρχαίων ο οποίος όριζε ότι τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι πελαργοί).
(II)
-ή, -όν, Α
1. πελασγικός
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πελαργικόν
είδος τεμένους με συγκρότημα παλαιών ιερών, κτιστό περίβολο και εννέα πύλες στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης τών Αθηνών, το οποίο αποτελούσε προέκταση του πελασγικού τείχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ., αντί του ορθού Πελασγικός, έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του πελαργός.
Russian (Dvoretsky)
πελαργικός: аистовый Arst.