θηροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηροσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>τερα</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[θηροσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>τερα</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:45, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροσκόπος Medium diacritics: θηροσκόπος Low diacritics: θηροσκόπος Capitals: ΘΗΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thēroskópos Transliteration B: thēroskopos Transliteration C: thiroskopos Beta Code: qhrosko/pos

English (LSJ)

ον, A looking out for wild beasts, epithet of Artemis, h.Hom.27.11, B.10.107, AP6.240 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1210] dem Wilde auflauernd; Artemis, H. h. 27, 11; Philp. 47 (VI, 240).

Greek (Liddell-Scott)

θηροσκόπος: -ον, ἀναζητῶν ἄγρια θηρία, Ὁμ. Ὕμν. 27. 11, Βακχυλ. 10, 107 (ἔκδ. Blass), Ἀνθ. Π. 6. 240.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui guette les animaux sauvages.
Étymologie: θήρ, σκοπέω.

Greek Monolingual

θηροσκόπος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος, τερα-σκόπος].

Greek Monotonic

θηροσκόπος: -ον, αυτός που αναζητά άγρια ζώα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

θηροσκόπος: высматривающий (подстерегающий) диких животных (Ἄρτεμις HH; Ζηνὸς καὶ Λητοῦς κούρη Anth.).

Middle Liddell

θηρο-σκόπος, ον
looking out for wild beasts, Hhymn.