μελιχρός: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μελιχρός]], -ά, -όν, αρσ. και [[μελιχρός]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκαθεί με [[μέλι]] («μέλιχρος [[οἶνος]]», Αλκ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («αἱ μὲν ἔχοντι [[λεπτόν]]... [[λεπύριον]], αἱ δὲ μελίχροι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[γλυκύτητα]] του μελιού («μελιχρό [[σούρουπο]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απαλός]], [[μαλακός]], [[ήπιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Σοφοκλέους στον Σιμωνίδη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γλυκός]], [[ωραίος]], [[ευχάριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>χρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βδελυ</i>-<i>χρός</i>, <i>πενι</i>-<i>χρός</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, πρόκειται για αιολ. τ. του [[μελίχρως]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μελιχρός]], -ά, -όν, αρσ. και [[μελιχρός]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκαθεί με [[μέλι]] («μέλιχρος [[οἶνος]]», Αλκ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («αἱ μὲν ἔχοντι [[λεπτόν]]... [[λεπύριον]], αἱ δὲ μελίχροι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[γλυκύτητα]] του μελιού («μελιχρό [[σούρουπο]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απαλός]], [[μαλακός]], [[ήπιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωνυμία]] του Σοφοκλέους στον Σιμωνίδη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[γλυκός]], [[ωραίος]], [[ευχάριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>χρος</i> ([[πρβλ]]. <i>βδελυ</i>-<i>χρός</i>, <i>πενι</i>-<i>χρός</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, πρόκειται για αιολ. τ. του [[μελίχρως]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελιχρός Medium diacritics: μελιχρός Low diacritics: μελιχρός Capitals: ΜΕΛΙΧΡΟΣ
Transliteration A: melichrós Transliteration B: melichros Transliteration C: melichros Beta Code: melixro/s

English (LSJ)

ά, όν, A honey-sweetened, οἶνος Alc.34 (proparox.) Hp.Morb. 2.12, Telecl.24 (lyr.). 2 honey-sweet, ὀρομαλίδες Theoc.5.95; σῦκα AP6.191 (Corn. Long.). 3 metaph., ὑποσχεσίαι A.R.4.359; μελιχρότατος περὶ τὰς ἐννοίας Philostr.VS1.22.1; epithet of Sophocles, AP7.22 (Simm.); τὸ μελιχρότατον τῶν ἐπέων Call.Epigr.29; τὸ μ. ἐν ταῖς ἀκοαῖς D.H.Comp.1, cf. Dem.48; λωτοὶ κλάζοντες ἴσον φόρμιγγι μελιχρόν APl.1.8 (Alc.): Comp. Adv. μελιχρότερον Hedyl. ap. Ath. 11.473a. (Formed from μέλι, as πενιχρός from πενία.)

German (Pape)

[Seite 125] honigsüß (mit Honig bereitet); οἶνος, Anacr. 45, 11, l. d.; ὀρομάλιδες, Theocr. 5, 95; μελιχρότερος Χίου οἴνου, Dionys. 4 (XII, 108); übertr., μηροὶ μελιχρότεροι, Diosc. 1 (XII, 37). Von der Rede, Luc. rhet. praec. 11 u. a. Sp., wie D. C. 51, 12; auch αὐλοὶ μελιχρότεροι, Luc. musc. enc. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μελιχρός: -ά, -όν, ἡδυσμένος μέλιτι, οἶνος Ἱππ. 465. 5 (Γαλην. μελίχρουν), Τηλεκλείδης ἐν «Πρυτάνεσι» 2. 2) γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, ὀρομαλίδες Θεόκριτ. 5. 95· σῦκα Ἀνθ. Π. 6. 191. 3) μεταφορ., ὑποσχεσίαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 359· μ. περί τι Φιλόστρ. 522· ἐπίθετον τοῦ Σοφοκλέους, Ἀνθ. Π. 7. 22· ἔπος μελιχρότατον Καλλιμ. Ἐπιγράμμ. 28· τὸ μελιχρὸν ἐν ταῖς ἀκοαῖς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1· - συγκρ. ἐπίρρ. μελιχρότερον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. (Σχηματισθὲν ἐκ τοῦ μέλι, ὡς τὸ πενιχρὸς ἐκ τοῦ πενία).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
semblable à du miel, doux comme le miel.
Étymologie: μέλι ; cf. πενιχρός de πενία.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μελιχρός, -ά, -όν, αρσ. και μελιχρός)
1. αυτός που έχει γλυκαθεί με μέλι («μέλιχρος οἶνος», Αλκ.)
2. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («αἱ μὲν ἔχοντι λεπτόν... λεπύριον, αἱ δὲ μελίχροι», Θεόκρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει το χρώμα ή τη γλυκύτητα του μελιού («μελιχρό σούρουπο»)
2. μτφ. απαλός, μαλακός, ήπιος
αρχ.
1. προσωνυμία του Σοφοκλέους στον Σιμωνίδη
2. μτφ. γλυκός, ωραίος, ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + επίθημα -χρος (πρβλ. βδελυ-χρός, πενι-χρός). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, πρόκειται για αιολ. τ. του μελίχρως.

Greek Monotonic

μελιχρός: -ά, -όν (μέλι), γλυκός σαν μέλι, σε Θεόκρ.· μεταφ., λέγεται για τον Σοφοκλή, σε Ανθ.· συγκρ. επίρρ. μελιχρότερον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μελιχρός:
1) приготовленный с медом или сладкий как мед (οἶνος Anacr., Anth.);
2) пахнущий медом, медвяный (ὁμομαλίδες Theocr.);
3) сладкогласный (Σοφοκλῆς Anth.).

Middle Liddell

μελιχρός, ή, όν μέλι
honey-sweet, Theocr.:—metaph., of Sophocles, Anth.:—comp. adv. μελιχρότερον, Anth.