ἄδραστος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἄδρατος]].<br />-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἄδρησ-<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no huye]]de esclavos, Hdt.4.142, <i>SB</i> 6016.26 (II d.C.), 8007.5 (IV d.C.), <i>PAbinn</i>.64.14 (IV d.C.), ἀνδράποδα χρηστὰ καὶ ἄδραστα de los jonios, Plu.2.174e.<br /><b class="num">2</b> [[que no se mueve]] de una escultura, Fauorin.<i>Cor</i>.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin huir]], <i>PMasp</i>.120re.6 (VI d.C.). | |dgtxt=v. [[ἄδρατος]].<br />-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἄδρησ-<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no huye]] de esclavos, Hdt.4.142, <i>SB</i> 6016.26 (II d.C.), 8007.5 (IV d.C.), <i>PAbinn</i>.64.14 (IV d.C.), ἀνδράποδα χρηστὰ καὶ ἄδραστα de los jonios, Plu.2.174e.<br /><b class="num">2</b> [[que no se mueve]] de una escultura, Fauorin.<i>Cor</i>.10.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin huir]], <i>PMasp</i>.120re.6 (VI d.C.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:27, 9 August 2021
English (LSJ)
Ion. ἄδρηστος, ον, A not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.4.142, PLond.2.251.14 (iv A. D.): metaph., χαλκός D.Chr.37.10.—In Il. only as pr. n.
German (Pape)
[Seite 37] richtiger ἄδρατος, ungethan, VLL. ion. ἄδρηστος, unentrinnbar, unvermeidlich, Sp. Bei Her. ἀνδράποδα φιλοδέσποτα καὶ ἄδρηστα, die nicht zum Entlaufen geneigt sind, 4, 142.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδραστος: Ἰων. ἄδρηστος, ον, (διδράσκω) ὁ μὴ ἀποδιδράσκων, ὁ μὴ διατεθειμένος ν’ ἀποδράσῃ, ἐπὶ δούλων, Ἡροδ. 4. 142: ― ἐν Ἰλιάδ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα. ΙΙ. παθ. = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Δίων Χρ. πρβλ. Ἀδράστεια.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne cherche pas à fuir.
Étymologie: ἀ, διδράσκω.
Spanish (DGE)
v. ἄδρατος.
-ον
• Alolema(s): jón. ἄδρησ-
I 1que no huye de esclavos, Hdt.4.142, SB 6016.26 (II d.C.), 8007.5 (IV d.C.), PAbinn.64.14 (IV d.C.), ἀνδράποδα χρηστὰ καὶ ἄδραστα de los jonios, Plu.2.174e.
2 que no se mueve de una escultura, Fauorin.Cor.10.
II adv. -ως sin huir, PMasp.120re.6 (VI d.C.).
Greek Monotonic
ἄδραστος: Ιων. ἄ-δρηστος, -ον (διδράσκω), αυτός που δεν αποδιδράσκει, που δεν προτίθεται να αποδράσει, λέγεται για δούλους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδραστος: ион. ἄδρηστος 2 не склонный к бегству (ἀνδράποδα Her., Plut.).
Middle Liddell
διδράσκω
not running away, not inclined to do so, of slaves, Hdt.