ευπινής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπινής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τους αθλητές στην [[παλαίστρα]]) αυτός που έχει στο [[σώμα]] ρύπο από [[σκόνη]] και [[λάδι]]<br /><b>2.</b> (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα [[στιλπνός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικία]]) καθαρή, κομψή, [[ευπρεπής]]<br /><b>4.</b> (για ύφος) απλό, αφελές<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Φώτιο) «εὐπινές<br />τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ [[λίαν]] τετημελημένον, ἀλλὰ [[μέτριον]] [[πίνον]] ἔχον»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[εὐπινής]]<br />[[εὐειδής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπινῶς</i> (Α)<br />κομψά, με [[χάρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]»), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>πινής</i>].
|mltxt=[[εὐπινής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> (για τους αθλητές στην [[παλαίστρα]]) αυτός που έχει στο [[σώμα]] ρύπο από [[σκόνη]] και [[λάδι]]<br /><b>2.</b> (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα [[στιλπνός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για [[οικία]]) καθαρή, κομψή, [[ευπρεπής]]<br /><b>4.</b> (για ύφος) απλό, αφελές<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Φώτιο) «εὐπινές<br />τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ [[λίαν]] τετημελημένον, ἀλλὰ [[μέτριον]] [[πίνον]] ἔχον»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) «[[εὐπινής]]<br />[[εὐειδής]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπινῶς</i> (Α)<br />κομψά, με [[χάρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]»), [[πρβλ]]. [[δυσπινής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

εὐπινής, -ές (Α)
1. (για τους αθλητές στην παλαίστρα) αυτός που έχει στο σώμα ρύπο από σκόνη και λάδι
2. (για χαλκό ή σίδηρο) αυτός που γίνεται εύκολα στιλπνός, λαμπρός
3. (για οικία) καθαρή, κομψή, ευπρεπής
4. (για ύφος) απλό, αφελές
5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπινές
τὸ ἀφελὲς καὶ μὴ λίαν τετημελημένον, ἀλλὰ μέτριον πίνον ἔχον»
6. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «εὐπινής
εὐειδής».
επίρρ...
εὐπινῶς (Α)
κομψά, με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πινής (< πίνος «ρύπος, ακαθαρσία»), πρβλ. δυσπινής].