θαλπτήριος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[θαλπτήριος]], -ον)<br />αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θάλπ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. <i>εξιλασ</i>-<i>τήριος</i>, <i>θρεπ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (Α [[θαλπτήριος]], -ον)<br />αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θάλπ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. [[εξιλαστήριος]], [[θρεπτήριος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλπτήριος Medium diacritics: θαλπτήριος Low diacritics: θαλπτήριος Capitals: ΘΑΛΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thalptḗrios Transliteration B: thalptērios Transliteration C: thalptirios Beta Code: qalpth/rios

English (LSJ)

ον, A warming, σάνδαλα… ποδῶν θ. AP6.206.1 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Antp. Sid. 21 (VI, 206).

Greek (Liddell-Scott)

θαλπτήριος: -ον, θερμαίνων, σάνδαλα... ποδῶν θ. Ἀνθ. Π. 6. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réchauffe.
Étymologie: θάλπω.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α θαλπτήριος, -ον)
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ-ω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. εξιλαστήριος, θρεπτήριος)].

Greek Monotonic

θαλπτήριος: -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θαλπτήριος: согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.).

Middle Liddell

θαλπτήριος, ον
warming, Anth. [from θαλπωρή