θεογονία: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[θεογονία]], Α ιων. τ. θεογονίη)<br />η [[γέννηση]] και η [[καταγωγή]] τών θεών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[δημιουργία]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Θεογονία</i><br />[[τίτλος]] ποιήματος του Ησιόδου που αναφέρεται στη [[γενεαλογία]] τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. <i>ζωο</i>-<i>γονία</i>, <i>ωο</i>-<i>γονία</i>].
|mltxt=η (AM [[θεογονία]], Α ιων. τ. θεογονίη)<br />η [[γέννηση]] και η [[καταγωγή]] τών θεών<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[δημιουργία]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>Θεογονία</i><br />[[τίτλος]] ποιήματος του Ησιόδου που αναφέρεται στη [[γενεαλογία]] τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γονία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), [[πρβλ]]. [[ζωογονία]], [[ωογονία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεογονία Medium diacritics: θεογονία Low diacritics: θεογονία Capitals: ΘΕΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: theogonía Transliteration B: theogonia Transliteration C: theogonia Beta Code: qeogoni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A genealogy of the gods, title of Hesiod's poem; cf. Hdt.1.132, 2.53, Procl.in Ti.3.107 D. II generation or birth of gods, Pl.Lg.886c, Ph.2.205, 264, D.L.Praef.3.

German (Pape)

[Seite 1195] ἡ, Göttergeburt u. Abstammung; so heißt ein Gedicht des Hes., Her. 2, 53; Plat. Legg. X, 886 e.

Greek (Liddell-Scott)

θεογονία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ γένεσιςγενεαλογία τῶν θεῶν, ὄνομα ποιήματος τοῦ Ἡσιόδου· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 132., 2. 53, Πλάτ. Νόμ. 886C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 naissance ou origine des dieux;
2 « Théogonie » ou généalogie des dieux, titre d’un poème d’Hésiode.
Étymologie: θεόγονος.

Greek Monolingual

η (AM θεογονία, Α ιων. τ. θεογονίη)
η γέννηση και η καταγωγή τών θεών
νεοελλ.-μσν.
η δημιουργία του κόσμου
αρχ.
ως κύριο όν. Θεογονία
τίτλος ποιήματος του Ησιόδου που αναφέρεται στη γενεαλογία τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωογονία, ωογονία].

Greek Monotonic

θεογονία: Ιων. -ίη, ἡ (γενέσθαι), η γενιά ή γενεαλογία των θεών, σε Ησίοδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θεογονία: ион. θεογονίη ἡ
1) рождение, происхождение или родословие богов Her., Plat.;
2) «Теогония» (название одной из поэм Гесиода).

Middle Liddell

θεογονία, ἡ, γενέσθαι
the generation or genealogy of the gods, Hes., Hdt.