θυελλόπους: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυελλόπους]], -οδος ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] γρήγορος σαν [[θύελλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύελλα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. <i>εξά</i>-[[πους]], <i>πολύ</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[θυελλόπους]], -οδος ὁ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] γρήγορος σαν [[θύελλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύελλα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. [[εξάπους]], [[πολύπους]]].
}}
}}

Revision as of 07:30, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠελλόπους Medium diacritics: θυελλόπους Low diacritics: θυελλόπους Capitals: ΘΥΕΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: thyellópous Transliteration B: thyellopous Transliteration C: thyellopous Beta Code: quello/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, A storm-footed, storm-swift, Nonn.D. 37.441.

German (Pape)

[Seite 1221] οδος, = ἀελλόπους, ἵπποι Nonn. D. 37, 441.

Greek (Liddell-Scott)

θυελλόπους: ὁ, ἡ, ἔχων πόδας θυέλλης, ταχὺς ὡς θύελλα, θυελλοπόδων ἵππων Νόνν. Δ. 37. 441.

Greek Monolingual

θυελλόπους, -οδος ὁ (Α)
αυτός που είναι γρήγορος σαν θύελλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -πους (< πους), πρβλ. εξάπους, πολύπους].