κάτοικος: Difference between revisions
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[κάτοικος]])<br />αυτός που έχει την [[κατοικία]] του σ' έναν [[τόπο]], αυτός που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]] (α. «[[είναι]] μόνιμη [[κάτοικος]] Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν [[πλήθος]], ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ κάτοικοι</i><br />στρατιωτικοί άποικοι που παρέμεναν σε αυτοτελείς συνοικισμούς σε μεθοριακά [[σημεία]] με σκοπό την [[απόκρουση]] επιθέσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο, η (ΑΜ [[κάτοικος]])<br />αυτός που έχει την [[κατοικία]] του σ' έναν [[τόπο]], αυτός που διαμένει σε κάποιο [[τόπο]] (α. «[[είναι]] μόνιμη [[κάτοικος]] Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν [[πλήθος]], ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οἱ κάτοικοι</i><br />στρατιωτικοί άποικοι που παρέμεναν σε αυτοτελείς συνοικισμούς σε μεθοριακά [[σημεία]] με σκοπό την [[απόκρουση]] επιθέσεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]]), [[πρβλ]]. [[ένοικος]], [[μέτοικος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:14, 23 August 2021
English (LSJ)
ὁ, A inhabitant, Arist.Oec.1352a33, Plb.5.65.10, al.; esp. of military colonists, οἱ ἐν Μαγνησίᾳ κ. OGI229.71 (Smyrna, iii B.C.); in Egypt, PTeb.30.7 (ii B.C.), etc.; κ. is f.l. for κάτοικτος in A.Ag. 1286.
German (Pape)
[Seite 1403] bewohnend, ὁ κ., der Bewohner; Aesch. Ag. 1259, l. d., vielleicht in κάτοκνος zu ändern; Arist. Oec. 2, 33; Pol. 5, 65, 10 u. Sp., wie D. Hal. 1, 82.
Greek (Liddell-Scott)
κάτοικος: ὁ, ὁ κατοικῶν, ὁ διαμένων ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34, 3, Πολύβ. 5. 65, 10, κ. ἀλλ.· πρὸς τοὺς ἐν Μαγνησίᾳ κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3454. 1. 14, κ. ἀλλ., ἴδε Böckh. σ. 669·― ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1285, ὁ Ahrens προτείνει τὴν γραφήν, μέτοικος, ἕπεται δ’ αὐτῷ καὶ ὁ Ἕρμανν., ὁ δὲ Σκαλίγ. κάτοικτος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
habitant, habitante.
Étymologie: κατά, οἶκος.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ κάτοικος)
αυτός που έχει την κατοικία του σ' έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ.) οἱ κάτοικοι
στρατιωτικοί άποικοι που παρέμεναν σε αυτοτελείς συνοικισμούς σε μεθοριακά σημεία με σκοπό την απόκρουση επιθέσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οικος (< οἶκος), πρβλ. ένοικος, μέτοικος].
Greek Monotonic
κάτοικος: ὁ, αυτός που διαμένει σ' έναν τόπο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κάτοικος: ὁ житель, обитатель Arst., Polyb.
Middle Liddell
κάτ-οικος,
a settler, Aesch.