κήλας: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κήλας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν | |mltxt=[[κήλας]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῖς [[ἀκούω]] ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως ([[πρβλ]]. ινδ. <i>harg</i><i>ē</i><i>la</i>), με σχηματισμό κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κήλη]] λόγω της συγγένειας της σημασίας της «[[εξόγκωμα]]» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει [[κατάληξη]] -<i>ας</i>, που χρησιμοποιείται για τη [[δήλωση]] ζώων και πτηνών]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 18 June 2022
English (LSJ)
ὁ, an Indian stork, A adjutant, Leptoptilus argala, Ael.NA 16.4.
German (Pape)
[Seite 1430] ὁ, der Kropfvogel, Ael. H. A. 16, 4.
Greek (Liddell-Scott)
κήλας: ὁ, Ἰνδικόν τι πτηνὸν τὸ μέγεθος τριπλάσιον ὠτίδος, Αἰλ. π. Ζ. 16. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pélican, DELG marabout, oiseau.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indienne, avec influence de κήλη, à cause de son gros jabot.
Greek Monolingual
κήλας, ὁ (Α)
είδος ινδικού πελαργού («κήλαν ἐν Ἰνδοῖς ἀκούω ὄρνιν... τριπλάσιον ὠτίδος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. λ. ινδικής προελεύσεως (πρβλ. ινδ. hargēla), με σχηματισμό κατ' επίδραση της λ. κήλη λόγω της συγγένειας της σημασίας της «εξόγκωμα» με τον πρόλοβο τών πτηνών, και εμφανίζει κατάληξη -ας, που χρησιμοποιείται για τη δήλωση ζώων και πτηνών].