καθοίκι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καθίκι]] και [[καθήκι]], το (Μ καθοίκιν)<br />[[αγγείο]] για [[αφόδευση]], [[δοχείο]] νυκτός, [[αγγείο]], [[πάπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αισχρό [[άτομο]], [[κάθαρμα]], ανυπόληπτο [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά καθοίκια</i><br />τα οικιακά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθοίκι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>καθοίκιν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οίκι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]]) ([[πρβλ]]. τη μσν. [[σημασία]] «οικιακά σκεύη»). Δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[είναι]] η δάσυνση, που προέκυψε ίσως από αναλογική [[επίδραση]] του [[καθίζω]], στο οποίο [[μάλιστα]] ορισμένοι ανάγουν απευθείας τη λ., θεωρώντας ορθότερη τη [[γραφή]] [[καθίκι]] ([[πρβλ]]. και τις αντίστοιχες λ. άλλων γλωσσών, [[επίσης]] συναφείς [[προς]] την [[έννοια]] του καθίσματος, όπως γαλλ. <i>selle</i>, αγγλ. <i>stool</i>, ιταλ. <i>segetta</i>). Τέλος, η [[γραφή]] [[καθήκι]] δεν δικαιολογείται, εφόσον το [[καθίζω]] και ο αόριστός του <i>κάθισα</i> γράφονται με -<i>ι</i>- και όχι με -<i>η</i>-].
|mltxt=και [[καθίκι]] και [[καθήκι]], το (Μ καθοίκιν)<br />[[αγγείο]] για [[αφόδευση]], [[δοχείο]] νυκτός, [[αγγείο]], [[πάπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αισχρό [[άτομο]], [[κάθαρμα]], ανυπόληπτο [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά καθοίκια</i><br />τα οικιακά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθοίκι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>καθοίκιν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οίκι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]]) ([[πρβλ]]. τη μσν. [[σημασία]] «οικιακά σκεύη»). Δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[είναι]] η δάσυνση, που προέκυψε ίσως από αναλογική [[επίδραση]] του [[καθίζω]], στο οποίο [[μάλιστα]] ορισμένοι ανάγουν απευθείας τη λ., θεωρώντας ορθότερη τη [[γραφή]] [[καθίκι]] ([[πρβλ]]. και τις αντίστοιχες λ. άλλων γλωσσών, [[επίσης]] συναφείς [[προς]] την [[έννοια]] του καθίσματος, όπως γαλλ. <i>selle</i>, αγγλ. <i>stool</i>, ιταλ. <i>segetta</i>). Τέλος, η [[γραφή]] [[καθήκι]] δεν δικαιολογείται, εφόσον το [[καθίζω]] και ο αόριστός του <i>κάθισα</i> γράφονται με -<i>ι</i>- και όχι με -<i>η</i>-].
}}
{{trml
|trtx====[[chamber pot]]===
Arabic: قَعَادَة‎; Armenian: գիշերանոթ, միզանոթ; Azerbaijani: gecə qorşoku; Basque: pixontzi; Belarusian: начны гаршчок, гаршчок; Breton: pod-kambr; Bulgarian: нощно гърне, гърне, подлога; Catalan: gibrelleta, orinal; Chinese Mandarin: 尿盆, 尿壺, 尿壶, 夜壺, 夜壶, 馬桶, 马桶, 便壺, 便壶; Czech: nočník; Danish: bækken; Dutch: [[ondersteek]]; English: [[bedpan]], [[chamber]], [[chamber pot]], [[chamberpot]], [[chamber-pot]], [[chemical toilet]], [[commode]], [[crapper]], [[gazunder]], [[guzunder]], [[honey bucket]], [[honeypot]], [[jerry]], [[Jerry]], [[john]], [[johnny]], [[jordan]], [[latrine]], [[pee pot]], [[piss pot]], [[pisspot]], [[po]], [[pot]], [[potty]], [[potty-chair]], [[shitcan]], [[shitpot]], [[slop bucket]], [[stool]], [[throne]], [[thunder mug]]; Esperanto: noktovazo; Finnish: alusastia, yöastia, potta; French: [[pot de chambre]]; Galician: penico, bacieiro; German: [[Nachttopf]], [[Steckbecken]], [[Stechbecken]], [[Schieber]], [[Bettschüssel]], [[Bettpfanne]]; Greek: [[καθίκι]], [[πάπια]], [[ουροδοχείο]]; Ancient Greek: [[ἀμίδιον]], [[ἀμίς]], [[ἀποβάθρα]], [[ἀποβάθρη]], [[ἐκδοχεῖον]], [[ἐνουρήθρα]], [[ἐνούρηθρον]], [[λάσανον]], [[οὐράνη]], [[οὐρητρίς]], [[οὐροδόχη]], [[προχοΐς]], [[σκάφιον]], [[σκωραμίς]], [[χερνίβιον]]; Hebrew: סִיר לַיְלָה‎; Hungarian: ágytál, éjjeliedény, bili; Icelandic: koppur, næturgagn, náttpottur; Indonesian: pispot; Irish: áras fuail; Italian: [[orinale]], [[vaso da notte]], [[pitale]], [[padella]]; Japanese: 便器, 御虎子, 御丸; Korean: 요강, 변기; Kyrgyz: горшок; Latin: [[matella]], [[matellio]]; Macedonian: нокшир; Maori: pō mimi; Norwegian Bokmål: bekken, nattpotte; Norwegian Nynorsk: bekken, nattpotte; Old English: gang; Persian: شاشدان‎, پیسیار‎; Polish: basen, nocnik; Portuguese: [[comadre]], [[penico]]; Romanian: oală de noapte; Russian: [[ночной горшок]], [[горшок]], [[судно]], [[утка]]; Scottish Gaelic: amar-mùin; Serbo-Croatian Cyrillic: нокшир; Serbo-Croatian Roman: nokšir; Slovak: nočník; Spanish: [[bacinilla]], [[bacineta]], [[bacinica]], [[pelela]], [[orinal]]; Swedish: potta; Thai: กระโถน; Turkish: ördek; Turkmen: gorşok; Ukrainian: нічний горщик, горщик; Uzbek: tuvak; Volapük: neitaskal; Welsh: troethlestr
}}
}}

Revision as of 21:33, 15 December 2022

Greek Monolingual

και καθίκι και καθήκι, το (Μ καθοίκιν)
αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια
νεοελλ.
(για πρόσ.) αισχρό άτομο, κάθαρμα, ανυπόληπτο πρόσωπο
μσν.
στον πληθ. τά καθοίκια
τα οικιακά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθοίκι < μσν. καθοίκιν < κατ(α)- + -οίκι(ο)ν (< οἶκος) (πρβλ. τη μσν. σημασία «οικιακά σκεύη»). Δυσερμήνευτη ωστόσο είναι η δάσυνση, που προέκυψε ίσως από αναλογική επίδραση του καθίζω, στο οποίο μάλιστα ορισμένοι ανάγουν απευθείας τη λ., θεωρώντας ορθότερη τη γραφή καθίκι (πρβλ. και τις αντίστοιχες λ. άλλων γλωσσών, επίσης συναφείς προς την έννοια του καθίσματος, όπως γαλλ. selle, αγγλ. stool, ιταλ. segetta). Τέλος, η γραφή καθήκι δεν δικαιολογείται, εφόσον το καθίζω και ο αόριστός του κάθισα γράφονται με -ι- και όχι με -η-].

Translations

chamber pot

Arabic: قَعَادَة‎; Armenian: գիշերանոթ, միզանոթ; Azerbaijani: gecə qorşoku; Basque: pixontzi; Belarusian: начны гаршчок, гаршчок; Breton: pod-kambr; Bulgarian: нощно гърне, гърне, подлога; Catalan: gibrelleta, orinal; Chinese Mandarin: 尿盆, 尿壺, 尿壶, 夜壺, 夜壶, 馬桶, 马桶, 便壺, 便壶; Czech: nočník; Danish: bækken; Dutch: ondersteek; English: bedpan, chamber, chamber pot, chamberpot, chamber-pot, chemical toilet, commode, crapper, gazunder, guzunder, honey bucket, honeypot, jerry, Jerry, john, johnny, jordan, latrine, pee pot, piss pot, pisspot, po, pot, potty, potty-chair, shitcan, shitpot, slop bucket, stool, throne, thunder mug; Esperanto: noktovazo; Finnish: alusastia, yöastia, potta; French: pot de chambre; Galician: penico, bacieiro; German: Nachttopf, Steckbecken, Stechbecken, Schieber, Bettschüssel, Bettpfanne; Greek: καθίκι, πάπια, ουροδοχείο; Ancient Greek: ἀμίδιον, ἀμίς, ἀποβάθρα, ἀποβάθρη, ἐκδοχεῖον, ἐνουρήθρα, ἐνούρηθρον, λάσανον, οὐράνη, οὐρητρίς, οὐροδόχη, προχοΐς, σκάφιον, σκωραμίς, χερνίβιον; Hebrew: סִיר לַיְלָה‎; Hungarian: ágytál, éjjeliedény, bili; Icelandic: koppur, næturgagn, náttpottur; Indonesian: pispot; Irish: áras fuail; Italian: orinale, vaso da notte, pitale, padella; Japanese: 便器, 御虎子, 御丸; Korean: 요강, 변기; Kyrgyz: горшок; Latin: matella, matellio; Macedonian: нокшир; Maori: pō mimi; Norwegian Bokmål: bekken, nattpotte; Norwegian Nynorsk: bekken, nattpotte; Old English: gang; Persian: شاشدان‎, پیسیار‎; Polish: basen, nocnik; Portuguese: comadre, penico; Romanian: oală de noapte; Russian: ночной горшок, горшок, судно, утка; Scottish Gaelic: amar-mùin; Serbo-Croatian Cyrillic: нокшир; Serbo-Croatian Roman: nokšir; Slovak: nočník; Spanish: bacinilla, bacineta, bacinica, pelela, orinal; Swedish: potta; Thai: กระโถน; Turkish: ördek; Turkmen: gorşok; Ukrainian: нічний горщик, горщик; Uzbek: tuvak; Volapük: neitaskal; Welsh: troethlestr