καρύκινος: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρύκινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της καρύκης, βαθυκόκκινος («[[οὔτε]] φοινικίδων [[οὔτε]] καρυκίνων ἱματίων», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. <i>ακάνθ</i>-<i>ινος</i>, <i>φοίνικ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=[[καρύκινος]], -ίνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της καρύκης, βαθυκόκκινος («[[οὔτε]] φοινικίδων [[οὔτε]] καρυκίνων ἱματίων», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[ακάνθινος]], [[φοίνικινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῡκινος Medium diacritics: καρύκινος Low diacritics: καρύκινος Capitals: ΚΑΡΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: karýkinos Transliteration B: karykinos Transliteration C: karykinos Beta Code: karu/kinos

English (LSJ)

η, ον, A of the colour of καρύκη, dark-red, X.Cyr.8.3.3.

German (Pape)

[Seite 1331] von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρύκῐνος: -η, -ον, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς καρύκης, δηλ. βαθὺ κόκκινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.
Étymologie: καρύκη.

Greek Monolingual

καρύκινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ακάνθινος, φοίνικινος)].

Greek Monotonic

κᾰρύκινος: -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρύκινος: (ῡ) кроваво-красный, алый (ἱμάτιον Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρύκινος -η -ον [καρύκη] zoals καρύκη, d.w.z. roodbruin

Middle Liddell

κᾰρύκινος, η, ον [from κᾰρύ¯κη]
dark-red, Xen.