καλλιπάρειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[καλλιπάρειος]], -ον)<br />αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρειά]] «[[μάγουλο]]»), [[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-<i>πάρειος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρειος</i>].
|mltxt=-α, -ο (AM [[καλλιπάρειος]], -ον)<br />αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρειά]] «[[μάγουλο]]»), [[πρβλ]]. [[λευκοπάρειος]], [[χαλκοπάρειος]]].
}}
}}

Revision as of 18:11, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρειος Medium diacritics: καλλιπάρειος Low diacritics: καλλιπάρειος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: kallipáreios Transliteration B: kallipareios Transliteration C: kallipareios Beta Code: kallipa/reios

English (LSJ)

v. καλλιπάρηος.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM καλλιπάρειος, -ον)
αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκοπάρειος, χαλκοπάρειος].