κυανοκρήδεμνος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυανοκρήδεμνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της Θέτιδος) αυτή που [[φορά]] βαθυκύανο κεφαλόδεσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρήδεμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήδεμνον]] «[[κεφαλόδεσμος]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κυανοκρήδεμνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της Θέτιδος) αυτή που [[φορά]] βαθυκύανο κεφαλόδεσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρήδεμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήδεμνον]] «[[κεφαλόδεσμος]]»), [[πρβλ]]. [[καλλικρήδεμνος]], [[λιπαροκρήδεμνος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with dark-blue κρήδεμνον, Q.S.4.381.
German (Pape)
[Seite 1521] mit dunkelblauem Schleier, Thetis, Qu. Sm. 4, 381. 5, 121.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοκρήδεμνος: -ον, ἔχων βαθέως κυανοῦν κρήδεμνον, Κόϊντ. Σμ. 4. 381.
Greek Monolingual
κυανοκρήδεμνος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλικρήδεμνος, λιπαροκρήδεμνος].