λαθητικός: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λᾰθητικός:''' легко скрывающийся, могущий без труда скрыться Arst. | |elrutext='''λᾰθητικός:''' [[легко скрывающийся]], [[могущий без труда скрыться]] Arst. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λᾰθητικός, ή, όν<br />[[likely]] to [[escape]] [[notice]], Arist. | |mdlsjtxt=λᾰθητικός, ή, όν<br />[[likely]] to [[escape]] [[notice]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A likely to escape detection, Arist.Rh.1372a21.
German (Pape)
[Seite 5] der sich leicht verbergen kann, leicht verborgen bleibt, λαθητικοί εἰσιν οἵ τ' ἐναντίοι τοῖς ἐγκλήμασιν, οἷον ἀσθενὴς περὶ αἰκίας, Arist. rhet. 1, 12, was er selbst auch ausdrückt δύνανται καὶ πράττειν καὶ λανθάνειν.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰθητικός: -ή, -όν, ὁ διαφεύγων ἢ δυνάμενος νὰ διαφύγῃ τὴν προσοχὴν τῶν ἄλλων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se cache volontiers, qui aime à se cacher.
Étymologie: λανθάνω.
Greek Monolingual
λαθητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που διαφεύγει ή μπορεί να διαφύγει την προσοχή των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-λαθ-ον) + επίθημα -ητικός κατά το σχήμα μανθάνω - μαθητής / μαθητός - μαθητικός.
Greek Monotonic
λᾰθητικός: -ή, -όν, αυτός που δύναται να διαφύγει της προσοχής των άλλων, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰθητικός: легко скрывающийся, могущий без труда скрыться Arst.