λυσίτοκος: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσίτοκος]], -ον (Α)<br />αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. <i>αγχί</i>-<i>τοκος</i>, <i>νεό</i>-<i>τοκος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
|mltxt=[[λυσίτοκος]], -ον (Α)<br />αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[αγχίτοκος]], [[νεότοκος]]. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 19:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσίτοκος Medium diacritics: λυσίτοκος Low diacritics: λυσίτοκος Capitals: ΛΥΣΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: lysítokos Transliteration B: lysitokos Transliteration C: lysitokos Beta Code: lusi/tokos

English (LSJ)

set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp. C. 3.128.

French (Bailly abrégé)

[ῡῐ] ος, ον :
qui facilite l’accouchement NONN 41.166.
Étymologie: λύω, τόκος.

Greek Monolingual

λυσίτοκος, -ον (Α)
αυτός που απελευθερώθηκε με τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. αγχίτοκος, νεότοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].