ψευδηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψευδηγόρος:''' ὁ лжец Anth.
|elrutext='''ψευδηγόρος:''' ὁ [[лжец]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψευδ-ηγόρος, ον, [[ἀγορεύω]]<br />[[speaking]] [[falsely]], Anth.
|mdlsjtxt=ψευδ-ηγόρος, ον, [[ἀγορεύω]]<br />[[speaking]] [[falsely]], Anth.
}}
}}

Revision as of 10:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδηγόρος Medium diacritics: ψευδηγόρος Low diacritics: ψευδηγόρος Capitals: ΨΕΥΔΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: pseudēgóros Transliteration B: pseudēgoros Transliteration C: psevdigoros Beta Code: yeudh/goros

English (LSJ)

(parox.), ον, A speaking falsely, lying, Lyc.1455.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch, unwahr redend, lügend, lügenhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδηγόρος: -ον, ὁ λέγων ψεύδη, ψευδολόγος, Λυκόφρ. 1455, Ἀνθ. Π. 1. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des faussetés, menteur.
Étymologie: ψεῦδος, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λέει ψέματα.
επίρρ...
ψευδηγόρως ΜΑ
με ψεύτικα λόγια, με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ψευδηγόρος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει ψευδώς, ψευδολόγος, ψεύτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδηγόρος:лжец Anth.

Middle Liddell

ψευδ-ηγόρος, ον, ἀγορεύω
speaking falsely, Anth.