ἰξοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἰξοφόρος]], -ον)<br />ο αλειμμένος με ιξό («[[ἰξοφόρος]] [[δόναξ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για δέντρα) αυτός [[πάνω]] στον οποίο φύεται [[ιξός]] («ἰξοφόροι δρύες», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>δορυ</i>-[[φόρος]], <i>μισθο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=ο (Α [[ἰξοφόρος]], -ον)<br />ο αλειμμένος με ιξό («[[ἰξοφόρος]] [[δόναξ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για δέντρα) αυτός [[πάνω]] στον οποίο φύεται [[ιξός]] («ἰξοφόροι δρύες», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[δορυφόρος]], [[μισθοφόρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰξοφόρος:''' покрывающийся омелой или дающий птичий клей ([[δρῦς]] Soph.).
|elrutext='''ἰξοφόρος:''' покрывающийся омелой или дающий птичий клей ([[δρῦς]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοφόρος Medium diacritics: ἰξοφόρος Low diacritics: ιξοφόρος Capitals: ΙΞΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ixophóros Transliteration B: ixophoros Transliteration C: iksoforos Beta Code: i)cofo/ros

English (LSJ)

ον, A having mistletoe growing thereon, δρύες S.Fr.403: read by Agathocl. in Il.14.398. II limed, δόναξ Opp.H.1.32.

German (Pape)

[Seite 1255] Leimruthen tragend, δόνακες Opp. H. 1, 32, öfter; auch δρύες, Soph. fr. 354; als v. l. Iliad. 14, 398 δρυσὶν ἰξοφόροισιν für ὑψικόμοισιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοφόρος: -ον, περὶ τῶν δένδρων ἐπὶ τῶν ὁποίων φύεται ὁ ἰξός, ἰξοφόροι δρύες, αἱ ἰξὸν φέρουσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 354. ΙΙ. ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, δόναξ Ὀππ. Ἁλ. 1. 32.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui porte ou produit de la glu;
2 englué.
Étymologie: ἰξός, φέρω.

Greek Monolingual

ο (Α ἰξοφόρος, -ον)
ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
(για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυφόρος, μισθοφόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοφόρος: покрывающийся омелой или дающий птичий клей (δρῦς Soph.).