ἱπποτυφία: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱπποτυφία]], ἡ (Α) υπερβολική [[υπερηφάνεια]] που καταλαμβάνει τον ιππέα, [[υπεροψία]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυφία</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τῡφος</i> «[[αλαζονεία]], [[έπαρση]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἱπποτυφία]], ἡ (Α) υπερβολική [[υπερηφάνεια]] που καταλαμβάνει τον ιππέα, [[υπεροψία]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τυφία</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>τῡφος</i> «[[αλαζονεία]], [[έπαρση]]»), [[πρβλ]]. [[ατυφία]], [[σεμνοτυφία]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, (τῦφος) A horse-pride, i.e. excessive pride or conceit, Luc.Hist.Conscr.45, Pl. ap. D.L.3.39.
German (Pape)
[Seite 1261] ἡ, Pferde-, d. i. unbändiger Stolz; Luc. hist. conscr. 45; D. L. 3, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποτῡφία: ἡ, (τῦφος) ὑπεροψία ἥτις καταλαμβάνει τὸν ἐφ’ ἵππου ὀχούμενον, ὑπερβολικὴ ὑπερηφανία, ἀλαζονεία. Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45, Διογ. Λ. 3. 39· πρβλ. ἵππος VI.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
faste ou orgueil excessif.
Étymologie: ἵππος, τῦφος.
Greek Monolingual
ἱπποτυφία, ἡ (Α) υπερβολική υπερηφάνεια που καταλαμβάνει τον ιππέα, υπεροψία, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -τυφία (< τῡφος «αλαζονεία, έπαρση»), πρβλ. ατυφία, σεμνοτυφία].
Greek Monotonic
ἱπποτῡφία: ἡ (τῦφος), υπερβολική έπαρση, αλαζονεία που καταλαμβάνει τον αναβάτη του αλόγου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποτῡφία: ἡ неумеренная гордость, безмерная спесь Luc., Diog. L.
Middle Liddell
ἱππο-τῡφία, ἡ, τῦφος
horse-pride, i. e. excessive pride, Luc.