ἱστοτριβής: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστοτριβής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο [[κατάστρωμα]] [[κοντά]] στη [[βάση]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. <i>οικο</i>-<i>τριβής</i>, <i>ωμο</i>-<i>τριβής</i>].
|mltxt=[[ἱστοτριβής]], -ές (Α)<br />αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο [[κατάστρωμα]] [[κοντά]] στη [[βάση]] του ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[οικοτριβής]], [[ωμοτριβής]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἱστοτρῐβής:''' (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - v. l. [[ἰσοτριβής]]).
|elrutext='''ἱστοτρῐβής:''' (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - v. l. [[ἰσοτριβής]]).
}}
}}

Revision as of 19:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστοτρῐβής Medium diacritics: ἱστοτριβής Low diacritics: ιστοτριβής Capitals: ΙΣΤΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: histotribḗs Transliteration B: histotribēs Transliteration C: istotrivis Beta Code: i(stotribh/s

English (LSJ)

A v. ἰσοτριβής.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοτρῐβής: -ές, ὁ περὶ τὸν ἱστὸν (πλοίου) τριβόμενος, σελμάτων ἱστοτριβής Αἰσχύλ. Ἀγ. 1442, ἔνθα ὁ Pauw διώρθωσεν ἰσοτριβὴς καὶ ἡ διόρθωσις αὐτοῦ ἐγένετο δεκτή.

Greek Monolingual

ἱστοτριβής, -ές (Α)
αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικοτριβής, ωμοτριβής].

Russian (Dvoretsky)

ἱστοτρῐβής: (вместе с кем-л.) находящийся у мачты (Aesch. - v. l. ἰσοτριβής).