κεβλήγονος: Difference between revisions
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kevligonos | |Transliteration C=kevligonos | ||
|Beta Code=keblh/gonos | |Beta Code=keblh/gonos | ||
|Definition= | |Definition=κεβλήγονον,<br><span class="bld">A</span> [[with its seed in its head]], of the poppy, Nic.''Al.'' 433.<br><span class="bld">II</span> [[born from the head]], Ἀτρυτώνη Euph.108. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
κεβλήγονον,
A with its seed in its head, of the poppy, Nic.Al. 433.
II born from the head, Ἀτρυτώνη Euph.108.
German (Pape)
[Seite 1410] den Saamen im Kopfe tragend, vom Mohn, Nic. Al. 433. Nach dem Schol. auch von der Athene, im Kopfe erzeugt, Euphor.
Greek (Liddell-Scott)
κεβλήγονος: -ον, ἔχων τὸν γόνον ἐν τῇ κεφαλῇ, ἐπὶ τῆς μήκωνος, ὅτι ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ σπέρμα ἔχει· κατὰ τὸν Σχολ. καὶ ἡ Ἀθηνᾶ οὕτως ἐκαλεῖτο ὡς ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ Διὸς κυοφορηθεῖσα, Νικ. Ἀλ. 433.
Greek Monolingual
κεβλήγονος, -ον (Α)
1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ»)
2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» — η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. αρχέγονος, θεόγονος].