καλωστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλωστρόφος:''' ὁ канатчик Plut.
|elrutext='''καλωστρόφος:''' ὁ [[канатчик]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰλω-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]]<br />a [[rope]]-[[maker]], Plut.
|mdlsjtxt=κᾰλω-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]]<br />a [[rope]]-[[maker]], Plut.
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλωστρόφος Medium diacritics: καλωστρόφος Low diacritics: καλωστρόφος Capitals: ΚΑΛΩΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: kalōstróphos Transliteration B: kalōstrophos Transliteration C: kalostrofos Beta Code: kalwstro/fos

English (LSJ)

ὁ, A rope-twister, rope-maker, Plu.Per.12.

German (Pape)

[Seite 1315] ὁ, = καλοστρόφος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλωστρόφος: ὁ, ὁ συστρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πλουτ. Περικλ. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cordier.
Étymologie: κάλως, στρέφω.

Greek Monolingual

ο (Α καλωστρόφος)
αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, + -στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακοστρόφος, σχοινοστρόφος.

Greek Monotonic

κᾰλωστρόφος: ὁ, (στρέφω), αυτός που κατασκευάζει σχοινιά, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλωστρόφος -ου, ὁ [κάλως, στρέφω] touwslager.

Russian (Dvoretsky)

καλωστρόφος:канатчик Plut.

Middle Liddell

κᾰλω-στρόφος, ὁ, στρέφω
a rope-maker, Plut.