νεόχμωσις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0246.png Seite 246]] ἡ, Erneuerung, Herstellung, Arist. de mund. 5, 10 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0246.png Seite 246]] ἡ, Erneuerung, Herstellung, Arist. de mund. 5, 10 u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''νεόχμωσις:''' εως ἡ новость, (необычное) явление Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεόχμωσις]], ἡ (Α) [[[νεοχμώ]] (II)]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[νεοχμώ]], μεταρρυθμιστική [[τάση]], νεωτεριστική [[ενέργεια]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] εμφανίζεται πρόσφατα, η [[αλλαγή]], η [[μεταρρύθμιση]]<br /><b>3.</b> [[ανανέωση]].
|mltxt=[[νεόχμωσις]], ἡ (Α) [[[νεοχμώ]] (II)]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[νεοχμώ]], μεταρρυθμιστική [[τάση]], νεωτεριστική [[ενέργεια]]<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] εμφανίζεται πρόσφατα, η [[αλλαγή]], η [[μεταρρύθμιση]]<br /><b>3.</b> [[ανανέωση]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεόχμωσις:''' εως ἡ новость, (необычное) явление Arst.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόχμωσις Medium diacritics: νεόχμωσις Low diacritics: νεόχμωσις Capitals: ΝΕΟΧΜΩΣΙΣ
Transliteration A: neóchmōsis Transliteration B: neochmōsis Transliteration C: neochmosis Beta Code: neo/xmwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A innovation, Hsch.: in plural, strange phenomena, Arist.Mu.397a20. 2 renovation, δυνάμιος Aret.CA2.3; renewal, ἐπιπλασμάτων ib.1.10.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, Erneuerung, Herstellung, Arist. de mund. 5, 10 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

νεόχμωσις: εως ἡ новость, (необычное) явление Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νεόχμωσις: ἡ, νεωτερισμός, Ἡσύχ.· ἐν τῷ πληθ., παράδοξοι νεοχμώσεις, παράδοξα φαινόμενα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 10. 2) ἀνανέωσις, δυνάμιος Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

νεόχμωσις, ἡ (Α) [[[νεοχμώ]] (II)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νεοχμώ, μεταρρυθμιστική τάση, νεωτεριστική ενέργεια
2. οτιδήποτε εμφανίζεται πρόσφατα, η αλλαγή, η μεταρρύθμιση
3. ανανέωση.