διαιτητήριον: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaititirion | |Transliteration C=diaititirion | ||
|Beta Code=diaithth/rion | |Beta Code=diaithth/rion | ||
|Definition=τό, ( | |Definition=τό, (δίαιτα <span class="bibl">11.1</span>) in plural, [[dwelling-rooms]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>9.4</span>: sg., [[dwelling-place]], <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>1.9</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:15, 23 August 2022
English (LSJ)
τό, (δίαιτα 11.1) in plural, dwelling-rooms, X.Oec.9.4: sg., dwelling-place, Procop.Aed.1.9.
German (Pape)
[Seite 580] τό, Wohnstube, Xen. Oec. 9, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δῐαιτητήριον: τό, (δίαιτα Ι. 2) κατὰ πληθ., τὰ πρὸς οἴκησιν δωμάτια οἰκίας τινός, Ξεν. Οἰκ. 9, 4.
Spanish (DGE)
-ου, τό
plu. habitaciones donde se hace la vida, X.Oec.9.4
•sg. residencia, morada Procop.Aed.1.9.9, Sud.
Greek Monolingual
διαιτητήριον, το (AM) δίαιτα
1. στον πληθ. τα δωμάτια κατοικίας
2. ενδιαίτημα, κατοικία.
Greek Monotonic
δῐαιτητήριον: τό (δίαιτα I. 2), στον πληθ., δωμάτια σπιτιού που προορίζονταν για διαμονή, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
διαιτητήριον: τό жилая комната Xen.
Middle Liddell
δῐαιτητήριον, ου, τό, δίαιτα I. 2]
in pl. the dwelling rooms of a house, Xen.