κυβερνητήρ: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyvernitir
|Transliteration C=kyvernitir
|Beta Code=kubernhth/r
|Beta Code=kubernhth/r
|Definition=Dor. κῠβερν-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κυβερνήτης]], <span class="bibl">Od.8.557</span>, etc.: metaph., <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.274</span>: as adjective, κ. χαλινός <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.96</span>.</span>
|Definition=Dor. κῠβερν-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ, = [[κυβερνήτης]], <span class="bibl">Od.8.557</span>, etc.: metaph., <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.274</span>: as adjective, κ. χαλινός <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.96</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 02:25, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνητήρ Medium diacritics: κυβερνητήρ Low diacritics: κυβερνητήρ Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΡ
Transliteration A: kybernētḗr Transliteration B: kybernētēr Transliteration C: kyvernitir Beta Code: kubernhth/r

English (LSJ)

Dor. κῠβερν-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Od.8.557, etc.: metaph., Pi.P.4.274: as adjective, κ. χαλινός Opp.C.1.96.

German (Pape)

[Seite 1522] ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, der Steuermann; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Ὀδ. Θ. 557, κτλ.· μεταφ., Πινδ. Π. 4. 488· ― ὡς ἐπίθ., κ. χαλινὸς Ὀππ. Κυν. 1. 96.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. κυβερνήτης.

Greek Monolingual

κυβερνητήρ, -ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) κυβερνώ
1. αυτός που κυβερνά
2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.)
3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.).

Greek Monotonic

κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ = κυβερνήτης, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνητήρ: дор. κῠβερνᾱτήρ, ῆρος ὁ Hom., Pind. = κυβερνήτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνητήρ -ῆρος, ὁ, Dor. κυβερνατήρ [κυβερνάω] stuurman.

Middle Liddell

κῠβερνητήρ, ῆρος, = κυβερνήτης, Od.: metaph., Pind.]