Δαμάστης: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{Gaffiot | {{Gaffiot | ||
|gf=<b>Dămastēs</b>, æ, m. ([[Δαμαστής]]) et [[Damastus]], ī, m., [[Damaste]] [historien grec, né en [[Syrie]] : Plin. 1, 4 || Avien. [[Ora]] mar. 46 et 372.||Avien. [[Ora]] mar. 46 et 372. | |gf=<b>Dămastēs</b>, æ, m. ([[Δαμαστής]]) et [[Damastus]], ī, m., [[Damaste]] [historien grec, né en [[Syrie]] : Plin. 1, 4 || Avien. [[Ora]] mar. 46 et 372.||Avien. [[Ora]] mar. 46 et 372. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EN== | ==Wikipedia EN== |
Revision as of 07:14, 5 October 2021
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
Damastes
I mit., gigante muerto por Teseo, apodado ὁ Προκρούστης Plu.Thes.11, Hsch.
II 1hermano del filósofo Demócrito, Sud.s.u. Δημόκριτος.
2 de Sigeon, hist. griego contemporáneo de Heródoto, D.H.Th.5.2, Damastes, I.
Russian (Dvoretsky)
Δαμάστης: ου ὁ Дамаст
1) легендарный разбойник, более известный под прозвищем Προκρούστης Plut.;
2) родом из Сигея, историк, современник Геродота Plut.
Latin > French (Gaffiot 2016)
Dămastēs, æ, m. (Δαμαστής) et Damastus, ī, m., Damaste [historien grec, né en Syrie : Plin. 1, 4 || Avien. Ora mar. 46 et 372.
Wikipedia EN
In Greek mythology, Procrustes (/proʊˈkrʌstiːz/; Greek: Προκρούστης Prokroustes, "the stretcher [who hammers out the metal]"), also known as Prokoptas or Damastes (Δαμαστής, "subduer"), was a rogue smith and bandit from Attica who attacked people by stretching them or cutting off their legs, so as to force them to fit the size of an iron bed.
The word "Procrustean" is thus used to describe situations where an arbitrary standard is used to measure success, while completely disregarding obvious harm that results from the effort.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μυθ. παρωνύμιο ληστή του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Δαμαστής ή Πολυπήμων και ο οποίος, εγκατεστημένος στην οδό που ένωνε τα Μέγαρα με την Αθήνα, ξάπλωνε τους οδοιπόρους σε ένα κρεβάτι, με την πρόφαση ότι ήθελε να τους φιλοξενήσει και, αν ήταν κοντύτεροι από το μήκος του κρεβατιού, τους τέντωνε έτσι ώστε να το καλύψουν, ενώ αν ήταν ψηλότεροι τους έκοβε τα πόδια ώς εκεί που περίσσευαν
νεοελλ.
(ως προσηγ. όν.) προκρούστης
είδος κολεόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < προ- + κρούστης (< κρούω)].