ἐπιμύλιος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] zur Mühle gehörig, [[ᾆσμα]] Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. [[ἱμαῖος]]; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] zur Mühle gehörig, [[ᾆσμα]] Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. [[ἱμαῖος]]; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμύλιος:''' (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] ή [[κοντά]] στον μύλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μυλόπετρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμύλιον</i><br />η [[πάνω]] [[μυλόπετρα]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ᾠδή), <i>τὸ ἐπιμύλιον</i> (ἆσμα)<br />[[τραγούδι]] που τραγουδούσαν [[κατά]] το [[άλεσμα]] τών δημητριακών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]»)].
|mltxt=[[ἐπιμύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] ή [[κοντά]] στον μύλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[μυλόπετρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμύλιον</i><br />η [[πάνω]] [[μυλόπετρα]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ [[ἐπιμύλιος]] (ᾠδή), <i>τὸ ἐπιμύλιον</i> (ἆσμα)<br />[[τραγούδι]] που τραγουδούσαν [[κατά]] το [[άλεσμα]] τών δημητριακών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μύλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] «[[μυλόπετρα]]»)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμύλιος:''' (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμῠλιος Medium diacritics: ἐπιμύλιος Low diacritics: επιμύλιος Capitals: ΕΠΙΜΥΛΙΟΣ
Transliteration A: epimýlios Transliteration B: epimylios Transliteration C: epimylios Beta Code: e)pimu/lios

English (LSJ)

ον, A at or in the mill, epithet of Artemis, S.E.M.9.185. 2. of a millstone, κλάσμα LXXJd.9.53 (s.v.l.). II. as substantive, 1. ἐπιμύλιον, τό, the upper millstone, ib.De.24.6. 2. ἐπιμύλιος (sc. ω'δή), ἡ, song sung while grinding, Tryphoap.Ath.14.618d, Ael.VH7.4, Hsch. s.v. ἱμαλίς.

German (Pape)

[Seite 964] zur Mühle gehörig, ᾆσμα Ath. XIV, 618 d, ᾠδή Poll. 4, 53, beim Mahlen auf der Mühle gesungen; vgl. Ael. V. H. 7, 4 u. ἱμαῖος; Artemis heißt so Sext. Emp. adv. phys. 1, 185.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμύλιος: (ῠ) мельничная, мукомольная (эпитет Артемиды как хранительницы мельниц) Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμύλιος: ῠ, ον, (μύλη) πλησίον ἢ ἐντὸς τοῦ μύλου, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 185. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) τὸ ἐπιμύλιον, ὁ ἄνω λίθος τοῦ μύλου, ἡ ἐπάνω μυλόπετρα, Ἑβδ. (Δευτ. ΚΔ΄, 6). 2) ἡ ἐπιμύλιος (ἐξυπ. ᾠδή), ᾆσμα ᾀδόμενον κατὰ τὸ ἄλεσμα παρὰ τὰς μυλοπέτρας, ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδὴ) καλουμένη, ἣν παρὰ τοὺς ἀλέτους ᾖδον Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618D, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 4.

Greek Monolingual

ἐπιμύλιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στον μύλο
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη μυλόπετρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμύλιον
η πάνω μυλόπετρα
3. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμύλιος (ᾠδή), τὸ ἐπιμύλιον (ἆσμα)
τραγούδι που τραγουδούσαν κατά το άλεσμα τών δημητριακών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύλιος (< μύλη «μυλόπετρα»)].