δίδημι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=didimi
|Transliteration C=didimi
|Beta Code=di/dhmi
|Beta Code=di/dhmi
|Definition=Aeol. inf. [[δίδην]] and pres. ind. <span class="sense"><span class="bld">A</span> δίδει Hsch., part. <b class="b3">διδείς, εῖσα, έν,</b> <span class="title">GDI</span>2156, al. (Delph.), fem. δ[ιδέ]ουσα <span class="title">Delph.</span>3(2).131: redupl. form of [[δέω]] (A):—[[bind]], [[fetter]], <b class="b3">ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν</b> (Ep. 3 impf. for [[ἐδίδη]]) <span class="bibl">Il.11.105</span>; <b class="b3">οἱ δέ σ'… ἐν δεσμοῖσι διδέντων</b> (Aristarch. for [[δεόντων]]) [[let them bind]] thee, <span class="bibl">Od.12.54</span>: 3pl. ind. διδέᾱσι <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.8.24</span> (v.l. [[δεσμεύουσι]]).</span>
|Definition=Aeol. inf. [[δίδην]] and pres. ind. <span class="sense"><span class="bld">A</span> δίδει Hsch., part. <b class="b3">διδείς, εῖσα, έν,</b> <span class="title">GDI</span>2156, al. (Delph.), fem. δ[ιδέ]ουσα <span class="title">Delph.</span>3(2).131: redupl. form of [[δέω]] (A):—[[bind]], [[fetter]], <b class="b3">ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν</b> (Ep. 3 impf. for [[ἐδίδη]]) <span class="bibl">Il.11.105</span>; <b class="b3">οἱ δέ σ'… ἐν δεσμοῖσι διδέντων</b> (Aristarch. for [[δεόντων]]) [[let them bind]] thee, <span class="bibl">Od.12.54</span>: 3pl. ind. διδέᾱσι <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.8.24</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[δεσμεύουσι]]).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:35, 11 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίδημι Medium diacritics: δίδημι Low diacritics: δίδημι Capitals: ΔΙΔΗΜΙ
Transliteration A: dídēmi Transliteration B: didēmi Transliteration C: didimi Beta Code: di/dhmi

English (LSJ)

Aeol. inf. δίδην and pres. ind. A δίδει Hsch., part. διδείς, εῖσα, έν, GDI2156, al. (Delph.), fem. δ[ιδέ]ουσα Delph.3(2).131: redupl. form of δέω (A):—bind, fetter, ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ep. 3 impf. for ἐδίδη) Il.11.105; οἱ δέ σ'… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (Aristarch. for δεόντων) let them bind thee, Od.12.54: 3pl. ind. διδέᾱσι X.An.5.8.24 (v.l. δεσμεύουσι).

German (Pape)

[Seite 615] Nebenform von δέω, binden; Homer vom Fesseln von Menschen: Iliad. 11, 105 ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοιο λύγοισιν; Odyss. 12, 54 οἱ δέ σ' ἔτι πλεόνεσσι τότ' ἐν δεσμοῖσι διδέντων, v.l. δεόντων, Scholl. Didym. δεόντων: Ἀρίσταρχος γράφει διδέντων, ὡς τιθέντων. – Xenoph. An. 5, 8, 24 διδέασι. διδράσκω, fut. δράσομαι, aor. ἔδραν, δρᾶναι, δράς, ion. διδρήσκω, gew. nur in Zusammensetzungen mit ἀπό, διά, ἐκ; das simplex stellt Schäfer Plut. Lucull. 8 her.

Greek (Liddell-Scott)

δίδημι: Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ ῥήμ. δέω (ὡς τίθημι τοῦ *θέω), δένω, δεσμεύω, ὥ ποτ’ Ἀχιλλεὺς… δίδη μόσχοισι λύγοισιν (Ἐπ. γ΄ παρατ. ἀντὶ ἐδίδη) Ἰλ. Λ. 105· οἱ δέ σ’… ἐν δεσμοῖσι διδέντων (κατὰ Pors. ἀντὶ δεόντων), ἄς σε δέσωσιν, Ὀδ. Μ. 54· γ΄ πληθ. ὁριστ. διδέᾱσι ἀπαντᾷ παρὰ Ξεν. Ἀν. 5. 8, 24 (κοινῶς δεσμεύουσι).

French (Bailly abrégé)

seul. aux formes suiv. : prés. ind. 3ᵉ pl. διδέασι, part. gén. plur. διδέντων, impf. 3ᵉ sg. δίδη;
c. δέω¹, lier.
Étymologie: R. Δε, lier, avec redoubl.

English (Autenrieth)

(parallel form of δέ Od. 24.2), ipf. 3 sing. δίδη, imp. διδέντων (v.l. δεόντων): bind, Il. 1.105 and Od. 12.54.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. ind. 3a plu. διδέασι X.An.5.8.24, imperat. 3a plu. διδέντων Od.12.54; ép. impf. 3a sg. sin aum. δίδη Il.11.105]
atar, sujetar ὥ ποτ' Ἀχιλλεὺς ... δίδη μόσχοισι λύγοισι a los dos en otro tiempo Aquiles los ató con flexibles mimbres, Il.l.c., οἱ δέ σ' ἐνὶ ... δεσμοῖσι διδέντων Od.l.c., τοὺς κύνας X.l.c., abs. μαστιγοῦσα καὶ διδεῖσα GDI 2216.20 (II/I a.C.), cf. 2156.18 (Delfos I d.C.), EM 273.3G.
• Etimología: Pres. red. de *deH1-, que da lugar a δέω q.u.

Greek Monolingual

δίδημι (Α)
δένω, δεσμεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δένω].

Greek Monotonic

δίδημι: γʹ πληθ. διδέᾱσι, γʹ ενικ. Επικ. παρατ. δίδη, γʹ πληθ. προστ. διδέντων — Επικ. αναδιπλ. τύπος του δέω (όπως το τίθημι του *θέω), αλυσοδένω, δεσμεύω, περιορίζω, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

δίδημι: (ῐ) (= δέω I)
1) связывать (τινὰ μόσχοισι λύγοισιν Hom.);
2) привязывать (τοὺς κύνας χαλεπούς Xen.).

Frisk Etymological English

See also: s. 1. δέω.

Middle Liddell

[epic redupl. form of δέω, as τίθημι of *θέω]
to bind, fetter, Hom.

Frisk Etymology German

δίδημι: {dídēmi}
See also: s. 1. δέω.
Page 1,387