μονωτικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μονωτικός:''' склонный к одиночеству, живущий одиноко (ζῷα Arst. - [[varia lectio|v.l.]] к [[μοναδικός]]). | |elrutext='''μονωτικός:''' [[склонный к одиночеству]], [[живущий одиноко]] (ζῷα Arst. - [[varia lectio|v.l.]] к [[μοναδικός]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A left alone, solitary, βίος Ph.1.549; ζῷα ib.150.
German (Pape)
[Seite 206] vereinzelt lebend, ζῷα, Arist. H. A. 1, 1, den ἀγελαῖα entggstzt, v.l. μονοδικά, auch bei Bekk.
Greek (Liddell-Scott)
μονωτικός: -ή, -όν, μεμονωμένος, βίος Φίλων 1. 549.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μονωτικός, -ή, -όν) μονώ
νεοελλ.
1. αυτός που απομονώνει κάτι από κάτι άλλο
2. κατάλληλος για μόνωση
3. φρ. α) «μονωτικά υλικά»
i) τεχνολ. υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται για την ακουστική ή θερμική μόνωση ενός χώρου ή για τη μόνωση ενός ρευματοφόρου αγωγού
ii) (ηλεκτρ.) ουσίες ή σώματα τών οποίων η ηλεκτρική αγωγιμότητα είναι πρακτικά ίση με μηδέν ή πολύ ασθενής
β) «μονωτική ταινία» — ταινία που χρησιμοποιείται για μόνωση ηλεκτροφόρων καλωδίων
αρχ.
μονήρης, μοναχικός (α. «μονωτικὸς καὶ ἀνιαρὸς βίος», Φίλ.- β. «μονωτικὰ ζῷα», Φίλ.).
Russian (Dvoretsky)
μονωτικός: склонный к одиночеству, живущий одиноко (ζῷα Arst. - v.l. к μοναδικός).