σπαρτοπόλιος: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπαρτοπόλιος:''' с проседью Men. | |elrutext='''σπαρτοπόλιος:''' [[с проседью]] Men. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with a sprinkling of grey hairs, Men.979 (nisi leg. -όπωλις), Poll.4.133,134,151; σπαρνο- in Hsch. II name of a gem, Plin.HN37.191.
German (Pape)
[Seite 917] mit zerstreu'ten grauen Haaren, v.l. für σπαρνοπόλιος.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρτοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων σποράδην τρίχας πολιάς, ὁ ἔχων «ψαρὰ μαλλιά», ὡς τὸ Ὁμηρ. μεσαιπόλιος, (Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 361), Μένανδρ. παρὰ Φωτ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 108), Πολυδ. Δ΄, 133, 134, 151· σπαρνο- παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 73.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει εδώ κι εκεί γκρίζες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαρτός (< σπείρω) + πολιός «γκριζομάλλης»].
Russian (Dvoretsky)
σπαρτοπόλιος: с проседью Men.