συμπροπίπτω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπροπίπτω:''' вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων [[αὐτῷ]] ([[varia lectio|v.l.]] συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν [[φίλων]] Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями. | |elrutext='''συμπροπίπτω:''' [[вместе устремляться]], [[выбегать]]: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων [[αὐτῷ]] ([[varia lectio|v.l.]] συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν [[φίλων]] Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 20 August 2022
English (LSJ)
A rush forth with, τινι f.l. in Plb.31.14.1.
German (Pape)
[Seite 990] (s. πίπτω), mit od. zugleich heraus-od. hervorfallen, hervorgehen, Pol. 31, 22, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροπίπτω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.
Greek Monolingual
Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συμπροπίπτω: вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v.l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.