ἐπιρρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epirrepis
|Transliteration C=epirrepis
|Beta Code=e)pirreph/s
|Beta Code=e)pirreph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inclining the balance]], <b class="b3">μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ</b> rather [[more]] [[than]] a [[mina]] in [[weight]], Damocr. ap. Gal.13.919. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[leaning]] [[towards]], [[prone to]], πρός τι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>60</span>, <span class="bibl">Ath.13.576f</span> (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον <span class="bibl">Hdn.6.9.8</span>; εἰς κακίαν <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>3p.425M.</span>; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν <span class="bibl">Hdn.5.8.2</span>: abs., <b class="b3">ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι</b> [[favourable]], <span class="bibl">Plb.1.55.1</span>. Adv. [[ἐπιρρεπῶς]], ἔχειν πρός τι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.22.1</span>; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.<span class="title">Milt.</span>61: Comp. ἐπιρρεπέστερον <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.280</span>: Sup. <b class="b3">ἐπιρρεπέστατα</b> Men.Prot.<span class="bibl">p.119</span> D.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inclining the balance]], <b class="b3">μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ</b> rather [[more]] [[than]] a [[mina]] in [[weight]], Damocr. ap. Gal.13.919. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[leaning]] [[towards]], [[prone to]], πρός τι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>60</span>, <span class="bibl">Ath.13.576f</span> (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον <span class="bibl">Hdn.6.9.8</span>; εἰς κακίαν <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>3p.425M.</span>; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν <span class="bibl">Hdn.5.8.2</span>: abs., <b class="b3">ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι</b> [[favourable]], <span class="bibl">Plb.1.55.1</span>. Adv. [[ἐπιρρεπῶς]] = [[with inclination]], [[in a favorable way]], ἔχειν πρός τι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.22.1</span>; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.<span class="title">Milt.</span>61: Comp. ἐπιρρεπέστερον <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.280</span>: Sup. <b class="b3">ἐπιρρεπέστατα</b> Men.Prot.<span class="bibl">p.119</span> D.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρεπής''': -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων [[πρός]] τι, Λατ. proclivis, [[πρός]] τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας [[πρός]] τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
|lstext='''ἐπιρρεπής''': -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων [[πρός]] τι, Λατ. [[proclivis]], [[πρός]] τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας [[πρός]] τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:21, 24 March 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρεπής Medium diacritics: ἐπιρρεπής Low diacritics: επιρρεπής Capitals: ΕΠΙΡΡΕΠΗΣ
Transliteration A: epirrepḗs Transliteration B: epirrepēs Transliteration C: epirrepis Beta Code: e)pirreph/s

English (LSJ)

ές, A inclining the balance, μνᾶς ἐπιρρεπέστερον βραχύ rather more than a mina in weight, Damocr. ap. Gal.13.919. II. leaning towards, prone to, πρός τι Luc.Hist.Conscr.60, Ath.13.576f (Comp.); ἐς τὸ φιλάνθρωπον Hdn.6.9.8; εἰς κακίαν Hierocl.in CA3p.425M.; ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν Hdn.5.8.2: abs., ἐλπίδες ἐπιρρεπέστεραι favourable, Plb.1.55.1. Adv. ἐπιρρεπῶς = with inclination, in a favorable way, ἔχειν πρός τι Arr.Epict.3.22.1; τῆς τύχης ἐ. κινουμένης Chor.Milt.61: Comp. ἐπιρρεπέστερον S.E.M.1.280: Sup. ἐπιρρεπέστατα Men.Prot.p.119 D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρεπής: -ές, ἔχων ῥοπήν, κλίνων πρός τι, Λατ. proclivis, πρός τι Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 60, Ἀθήν. 576F· εἴς τι Ἡρῳδιαν. 6. 9· ἐπιρρεπεστέρας τὰς γνώμας πρός τινα ἔχειν ὁ αὐτ. 5. 8· ἀπολ., ἐλπὶς ἐπιρρεπεστέρα, εὐνοϊκή, Πολύβ. 1. 55, 1. ― Ἐπίρρ., ἐπιρρεπῶς ἔχειν πρός τι Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 22, 1, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 380.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, enclin à, porté à : πρός τι enclin à qch;
Cp. ἐπιρρεπέστερος.
Étymologie: ἐπιρρέπω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιρρεπής, -ές) επιρρέπω
αυτός που έχει ροπή, κλίση, διάθεση για κάτιεπιρρεπής στις ηδονές»)
μσν.
(για αφτί) κρεμασμένος, κρεμαστός.
επίρρ...
επιρρεπώς
με κλίση, με διάθεση για κάτι.

Greek Monotonic

ἐπιρρεπής: -ές, αυτός που κλίνει, που ρέπει προς, Λατ. proclivis, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρεπής:
1) наклонный, склонный (πρός τι Luc.);
2) благоприятный, благоприятствующий (ἐλπίς Polyb.).

Middle Liddell

ἐπιρρεπής, ές
leaning towards, Lat. proclivis, Luc.