ῥυτόν: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ryton | |Transliteration C=ryton | ||
|Beta Code=r(uto/n | |Beta Code=r(uto/n | ||
|Definition=τό,= [[πήγανον]], <span class="bibl">Cratin.270</span>; cf. [[ῥυτή]].<br /><span class="bld">ῥῠτόν</span>, τό, | |Definition=τό,= [[πήγανον]], <span class="bibl">Cratin.270</span>; cf. [[ῥυτή]].<br /><span class="bld">ῥῠτόν</span>, τό, v. [[ῥυτός|ῥῠτός]] ''ΙΙ''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:12, 24 August 2022
English (LSJ)
τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό, v. ῥῠτός ΙΙ.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το φυτό απήγανος
2. στον πληθ. τὰ ῥυτά
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].
Greek Monotonic
ῥῠτόν: τό (*ῥύω=ἐρύω)·
I. = ῥυτήρ, χαλινάρι, σε Ησίοδ.
II. (ῥέω), το ποτήρι που κατέληγε σε μια άκρη με μικρή τρύπα, από την οποία έρρεε ο οίνος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠτόν: τό ῥυτός II] рог (рогообразный сосуд для вина) Dem., Plut.
Middle Liddell
ῥῠτόν, οῦ, [*ῥύω, ἐρύω = ῥυτήρ
I. a rein, Hes.
II. (ῥέὠ a drinking-cup, running to a point with a small hole, through which the wine ran, Dem.