κεφαλαίωμα: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεφαλαίωμα]], τὸ (Α) [[κεφαλαιώ]]<br /><b>1.</b> [[σύνολο]], [[άθροισμα]] («[[πέντε]] μυριάδων τὸ [[κεφαλαίωμα]] τῶν γυναικῶν συνῆλθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> συλλογική [[έκφραση]], [[συλλογικός]] [[λόγος]] («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς | |mltxt=[[κεφαλαίωμα]], τὸ (Α) [[κεφαλαιώ]]<br /><b>1.</b> [[σύνολο]], [[άθροισμα]] («[[πέντε]] μυριάδων τὸ [[κεφαλαίωμα]] τῶν γυναικῶν συνῆλθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> συλλογική [[έκφραση]], [[συλλογικός]] [[λόγος]] («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς», Πρόκλ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:54, 18 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A sum total, Hdt. 3.159. II collective expression, τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564 S.
German (Pape)
[Seite 1427] τό, das Hauptergebniß, die Hauptsumme, Her. 3, 159.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαίωμα: τό, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον, τὸ κεφάλαιον, ἄθροισμα, Ἡρόδ. 3. 159.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
somme, total, propr. récapitulation.
Étymologie: κεφαλαιόω.
Greek Monolingual
κεφαλαίωμα, τὸ (Α) κεφαλαιώ
1. σύνολο, άθροισμα («πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.)
2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς», Πρόκλ.).
Greek Monotonic
κεφᾰλαίωμα: -ατος, τό (κεφ-λαιόω), συνολικό άθροισμα, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαίωμα: ατος τό общая сумма (πέντε μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] som, totaal.