ἐπισαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] auf hohem Meere, außer dem Hafen, bei einem Orte vor Anker liegen, τοῖς ἀκρωτηρίοις, Philostr.; übertr., ἡ [[κόμη]] ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ, darauf wallen, Philostr. iun. im. 7, wie pass. οἱ [[ὄπισθεν]] ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc. Amor. 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0976.png Seite 976]] auf hohem Meere, außer dem Hafen, bei einem Orte vor Anker liegen, τοῖς ἀκρωτηρίοις, Philostr.; übertr., ἡ [[κόμη]] ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ, darauf wallen, Philostr. iun. im. 7, wie pass. οἱ [[ὄπισθεν]] ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc. Amor. 40.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισᾰλεύω:''' досл. стоять на якоре, качаться на волнах, перен. покачивать(ся) (τοῖς ὤμοις Arst.); med. шевелиться, развеваться (οἱ [[ὄπισθεν]] ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισαλεύω]] (Α) [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> [[σαλεύω]] [[καθώς]] βρίσκομαι τοποθετημένος [[κάπου]] ή συνδεδεμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για [[πλοίο]]) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά [[σαλεύω]] [[πάνω]] στην [[άγκυρα]]<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]]<br /><b>4.</b> [[σαλεύω]], κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῖς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπισαλεύω]] (Α) [[σαλεύω]]<br /><b>1.</b> [[σαλεύω]] [[καθώς]] βρίσκομαι τοποθετημένος [[κάπου]] ή συνδεδεμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για [[πλοίο]]) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά [[σαλεύω]] [[πάνω]] στην [[άγκυρα]]<br /><b>3.</b> (για μαλλιά) [[κυματίζω]]<br /><b>4.</b> [[σαλεύω]], κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῖς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισᾰλεύω:''' досл. стоять на якоре, качаться на волнах, перен. покачивать(ся) (τοῖς ὤμοις Arst.); med. шевелиться, развеваться (οἱ [[ὄπισθεν]] ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc.).
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισᾰλεύω Medium diacritics: ἐπισαλεύω Low diacritics: επισαλεύω Capitals: ΕΠΙΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: episaleúō Transliteration B: episaleuō Transliteration C: episaleyo Beta Code: e)pisaleu/w

English (LSJ)

A ride at anchor off, τοῖς ἀκρωτηρίοις Philostr.Her.19.14: metaph., ἐ. τοῖς ὤμοις (cf. σαλεύω) Arist.Phgn.813a11. II. float over, ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Philostr.Im.1.23:—Med., Luc. Am.40.

German (Pape)

[Seite 976] auf hohem Meere, außer dem Hafen, bei einem Orte vor Anker liegen, τοῖς ἀκρωτηρίοις, Philostr.; übertr., ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ, darauf wallen, Philostr. iun. im. 7, wie pass. οἱ ὄπισθεν ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc. Amor. 40.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισᾰλεύω: досл. стоять на якоре, качаться на волнах, перен. покачивать(ся) (τοῖς ὤμοις Arst.); med. шевелиться, развеваться (οἱ ὄπισθεν ἐπισαλεύονται πλόκαμοι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισᾰλεύω: ἐπὶ πλοίου, εἶμαι ἀραγμένον που οὐχὶ ἐντὸς λιμένος, σαλεύω ἐπ’ ἀγκύρας, ἐπισαλεύω τοῦς ἀκρωτηρίοις Φιλόστρ. 740: - μεταφ., σαλεύω, κινοῦμαι, ἐπ. τοῖς ὤμοις (ἴδε σαλεύω ΙΙ. 3), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 45. ΙΙ. κυματίζω ἐπάνω, ἡ κόμη ἐπισαλεύει τῷ μετώπῳ Φιλόστρ. 798· οὕτως ἐν τῷ Μέσ., Λουκ. Ἔρωτ. 40.

Greek Monolingual

ἐπισαλεύω (Α) σαλεύω
1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι
2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα
3. (για μαλλιά) κυματίζω
4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῖς ὤμοις ἐπισαλεύοντες ὀρθοῖς ἐκτεταμένοις, γαλεαγκῶνες», Αριστοτ.).