δυσπολιόρκητος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσπολιόρκητος:''' который трудно осаждать или взять осадой, неприступный ([[χωρίον]] Xen.; [[πολισμάτιον]] Polyb.).
|elrutext='''δυσπολιόρκητος:''' [[который трудно осаждать или взять осадой]], [[неприступный]] ([[χωρίον]] Xen.; [[πολισμάτιον]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσπολιόρκητος]], ον<br />[[hard]] to [[take]] by [[siege]], Xen.
|mdlsjtxt=[[δυσπολιόρκητος]], ον<br />[[hard]] to [[take]] by [[siege]], Xen.
}}
}}

Revision as of 11:19, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπολιόρκητος Medium diacritics: δυσπολιόρκητος Low diacritics: δυσπολιόρκητος Capitals: ΔΥΣΠΟΛΙΟΡΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspoliórkētos Transliteration B: dyspoliorkētos Transliteration C: dyspoliorkitos Beta Code: duspolio/rkhtos

English (LSJ)

ον, A hard to take by siege, X.HG4.8.5 (Comp.), Plb.5.3.4, J.AJ2.10.2; τὸ δ. Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολιόρκητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexpugnable.
Étymologie: δυσ-, πολιορκέω.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable, difícil de conquistar por asedio χωρίον X.HG 4.8.5, LXX 2Ma.12.21, I.AI 2.249, πολισμάτιον Plb.5.3.4, κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλιν D.S.17.40, cf. 22.10
subst. τὸ δ. inexpugnabilidad Corn.ND 20.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσπολιόρκητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία
2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον
η δυσκολία για άλωση με πολιορκία.

Greek Monotonic

δυσπολιόρκητος: -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία, δυσπόρθητος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπολιόρκητος: который трудно осаждать или взять осадой, неприступный (χωρίον Xen.; πολισμάτιον Polyb.).

Middle Liddell

δυσπολιόρκητος, ον
hard to take by siege, Xen.