ἑσπερινός: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; [[δόρπον]] Ath. I, 11 d; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1043.png Seite 1043]] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; [[δόρπον]] Ath. I, 11 d; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />du soir.<br />'''Étymologie:''' [[ἕσπερος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑσπερινός''': -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ [[θυσία]] Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· [[σύναξις]] Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. [[ὕμνος]]) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ [[μέγας]] [[ἑσπερινός]], καθ’ ὃν τελεῖται καὶ [[εἴσοδος]] καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ [[συνήθης]]. | |lstext='''ἑσπερινός''': -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ [[θυσία]] Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· [[σύναξις]] Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. [[ὕμνος]]) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ [[μέγας]] [[ἑσπερινός]], καθ’ ὃν τελεῖται καὶ [[εἴσοδος]] καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ [[συνήθης]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:06, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, = ἑσπέριος, X. Lac. 12.6, AP 5.201 (Asclep. or Posidipp.), Ptol. Alm. 8.4, DC. 69.18; θυσία LXX 4Ki. 16.15, al.; Ἑσπέρινος, ὁ (sc. μήν), name of month in Doris, GDI 2172 (Erineos).
German (Pape)
[Seite 1043] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du soir.
Étymologie: ἕσπερος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσπερινός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ θυσία Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· σύναξις Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. ὕμνος) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ μέγας ἑσπερινός, καθ’ ὃν τελεῖται καὶ εἴσοδος καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ συνήθης.
Greek Monolingual
-ή, -ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, -ή, -ό (ΑΜ ἑσπερινός, -ή, -όν) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπέριος
2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος)
η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση του ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια προσευχή της επόμενης ημέρας και γι' αυτό ψάλλονται τροπάρια και απολυτίκιο της εορτής της επόμενης ημέρας
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἑσπερινόν
το βράδυ.
Greek Monotonic
ἑσπερῐνός: -ή, -όν, = το επόμ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἑσπερῐνός: Xen., Anth. = ἑσπέριος.
Middle Liddell
ἑσπερῐνός, ή, όν = ἑσπέριος, Xen.]