πίλος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / πῑλος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[καπέλο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μύκητα που προσβάλλει την [[αμυγδαλιά]] και τα [[εσπεριδοειδή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[πίλημα]], [[χωρίς]] [[γύρο]], [[σκούφια]] («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῖς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>μσν.</b><br />αρχιερατική [[μίτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πίλημα]] ως υλικό για την εσωτερική [[επένδυση]] ή για την [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις [[ἔντοσθε]] πυκάσας», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῦς πῑλος» β. «πῑλος [[Λακωνικός]]»)<br /><b>3.</b> [[θώρακας]] από [[πίλημα]]<br /><b>4.</b> υποδήματα από [[πίλημα]]<br /><b>5.</b> [[σφαίρα]], [[μπάλα]] («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)<br /><b>6.</b> η [[μίτρα]] τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>7.</b> ο [[λόχος]] τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ [[τάγμα]], [[πρῶτος]] πῑλος καλούμενος», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη [[σύνδεση]] της λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. <i>filz</i>, αγγλοσαξ. <i>felt</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>peldos</i>) και [[επίσης]] με το αρχ. ρωσ. <i>pŭlsti</i>. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. με τα λατ. <i>pilleus</i> «[[πίλος]], τσόχινο [[καπέλο]]» και <i>pilus</i> «[[τρίχα]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>pil</i>-<i>s</i>-<i>o</i>) δεν φαίνεται πιθανή, [[αφού]] το <i>pilus</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ., ενώ το <i>pilleus</i>, όπως και το ελλ. [[πίλος]], [[είναι]] [[μάλλον]] ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης].
|mltxt=ο / πῑλος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[καπέλο]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] μύκητα που προσβάλλει την [[αμυγδαλιά]] και τα [[εσπεριδοειδή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[πίλημα]], [[χωρίς]] [[γύρο]], [[σκούφια]] («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῖς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>μσν.</b><br />αρχιερατική [[μίτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πίλημα]] ως υλικό για την εσωτερική [[επένδυση]] ή για την [[κατασκευή]] διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις [[ἔντοσθε]] πυκάσας», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῦς πῑλος» β. «πῑλος [[Λακωνικός]]»)<br /><b>3.</b> [[θώρακας]] από [[πίλημα]]<br /><b>4.</b> υποδήματα από [[πίλημα]]<br /><b>5.</b> [[σφαίρα]], [[μπάλα]] («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)<br /><b>6.</b> η [[μίτρα]] τών Ρωμαίων ιερέων<br /><b>7.</b> ο [[λόχος]] τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ [[τάγμα]], [[πρῶτος]] πῖλος καλούμενος», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη [[σύνδεση]] της λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. <i>filz</i>, αγγλοσαξ. <i>felt</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>peldos</i>) και [[επίσης]] με το αρχ. ρωσ. <i>pŭlsti</i>. Η [[σύνδεση]] εξάλλου της λ. με τα λατ. <i>pilleus</i> «[[πίλος]], τσόχινο [[καπέλο]]» και <i>pilus</i> «[[τρίχα]]» (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>pil</i>-<i>s</i>-<i>o</i>) δεν φαίνεται πιθανή, [[αφού]] το <i>pilus</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ., ενώ το <i>pilleus</i>, όπως και το ελλ. [[πίλος]], [[είναι]] [[μάλλον]] ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[κοχλιός]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[κοχλιός]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

ο / πῑλος, ΝΜΑ
1. κάλυμμα της κεφαλής, καπέλο
2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή
μσν.-αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῖς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)
μσν.
αρχιερατική μίτρα
αρχ.
1. το πίλημα ως υλικό για την εσωτερική επένδυση ή για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις ἔντοσθε πυκάσας», Ησίοδ.
β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)
2. κάλυμμα της κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῦς πῑλος» β. «πῑλος Λακωνικός»)
3. θώρακας από πίλημα
4. υποδήματα από πίλημα
5. σφαίρα, μπάλα («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)
6. η μίτρα τών Ρωμαίων ιερέων
7. ο λόχος τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ τάγμα, πρῶτος πῖλος καλούμενος», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη σύνδεση της λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. filz, αγγλοσαξ. felt (< IE peldos) και επίσης με το αρχ. ρωσ. pŭlsti. Η σύνδεση εξάλλου της λ. με τα λατ. pilleus «πίλος, τσόχινο καπέλο» και pilus «τρίχα» (< θ. pil-s-o) δεν φαίνεται πιθανή, αφού το pilus είναι άγνωστης ετυμολ., ενώ το pilleus, όπως και το ελλ. πίλος, είναι μάλλον ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: κοχλιός H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.