καμηλίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
Line 25: Line 25:
|elrutext='''κᾰμηλίτης:''' ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.
|elrutext='''κᾰμηλίτης:''' ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.
}}
}}
==Translations==
{{trml
Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: [[kameeldrijver]], [[kameeldrijfster]]; French: [[chamelier]], chamelière; German: [[Kameltreiber]], [[Kameltreiberin]]; Ancient Greek: [[καμηλάτης]], [[καμηλάριος]], [[καμηλίτης]]; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare
|trtx=Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: [[kameeldrijver]], [[kameeldrijfster]]; French: [[chamelier]], chamelière; German: [[Kameltreiber]], [[Kameltreiberin]]; Ancient Greek: [[καμηλάτης]], [[καμηλάριος]], [[καμηλίτης]]; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare
}}

Revision as of 15:25, 10 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλίτης Medium diacritics: καμηλίτης Low diacritics: καμηλίτης Capitals: ΚΑΜΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kamēlítēs Transliteration B: kamēlitēs Transliteration C: kamilitis Beta Code: kamhli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A camel driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2. 2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27. II καμηλίτης βοῦς, prob. buffalo, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.

Greek Monolingual

καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῦς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξίτης, θαλασσίτης)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰμηλίτης: ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.

Translations

Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: kameeldrijver, kameeldrijfster; French: chamelier, chamelière; German: Kameltreiber, Kameltreiberin; Ancient Greek: καμηλάτης, καμηλάριος, καμηλίτης; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare