νεήκης: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
mNo edit summary |
m (Text replacement - " :" to ":") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />nouvellement <i>ou</i> fraîchement aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκή]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεακόνητος]]. | |btext=ης, ες:<br />nouvellement <i>ou</i> fraîchement aiguisé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἀκή]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[νεακόνητος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:10, 21 August 2022
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.82), Dor. νεάκης Hsch. (-κίς cod.), ες: (ἀκή A):— newly whetted or newly sharpened, Il.13.391.
German (Pape)
[Seite 236] ες, neu, eben erst gespitzt, geschärft; πελέκεσσι νεήκεσι, Il. 13, 391. 16, 484; vgl. νεακής; νεηκής ist falsche Aceentuation, s. Spitzner zu Il. 7, 77.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
nouvellement ou fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, ἀκή.
Par. νεακόνητος.
Greek Monolingual
νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, -ες (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ-ήκης, ευ-ήκης. Το -η- του τ. (αντί -άκης) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].