ἀφραδής: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀφρᾰδής:'''<br /><b class="num">1)</b> бесчувственный (νεκροί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[безрассудный]], [[безумный]] (μνηστῆρες Hom.).
|elrutext='''ἀφρᾰδής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[бесчувственный]] (νεκροί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[безрассудный]], [[безумный]] (μνηστῆρες Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[φράζομαι]<br />[[insensate]], [[reckless]], Od.; of the [[dead]], [[senseless]], [[lifeless]], Od. adv. [[ἀφραδέως]], [[senselessly]], [[recklessly]], Il.
|mdlsjtxt=[φράζομαι]<br />[[insensate]], [[reckless]], Od.; of the [[dead]], [[senseless]], [[lifeless]], Od. adv. [[ἀφραδέως]], [[senselessly]], [[recklessly]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:50, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδής Medium diacritics: ἀφραδής Low diacritics: αφραδής Capitals: ΑΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: aphradḗs Transliteration B: aphradēs Transliteration C: afradis Beta Code: a)fradh/s

English (LSJ)

ές, (φράζομαι) A insensate, reckless, μνηστῆρες ib.2.282, cf. Nonn.D.5.349; of the dead, without sense, senseless, Od.11.476. Adv. ἀφραδέως senselessly, recklessly, Il.3.436, etc.

German (Pape)

[Seite 414] ές, unüberlegt, unbesonnen, Od. 2, 282; νεκροί, besinnungslos, 11, 476. – Adv. ἀφραδέως, unüberlegter, thörichter Weise, Il. 3, 436 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) ἀνόητος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος, μνηστῆρες Ὀδ. Β. 282· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, ἀναίσθητος, Λ. 476. ― Ἐπίρρ. ἀφραδέως, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, Ἰλ. Γ. 436, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 privé de sentiment;
2 insensé.
Étymologie: , φράζομαι.

English (Autenrieth)

ές (φράζομαι): inconsiderate, foolish, senseless, Od. 2.282, Od. 11.476.— Adv., ἀφραδέως.

Spanish (DGE)

(ἀφρᾰδής) -ές
I 1falto de razón, insensato μνηστῆρες Od.2.282, ἄνδρες Nonn.Par.Eu.Io.7.44, ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.8.21, στόματα Nonn.Par.Eu.Io.19.1, θῆρες Nonn.D.5.349, δελφῖνες Nonn.D.44.247.
2 de un muerto exánime, insensible νεκροί Od.11.476.
II adv. -έως irreflexivamente, insensatamente μάχεσθαι Il.3.436, cf. 12.62, 23.320, 426, Nic.Al.158, 502.

Greek Monolingual

ἀφραδής, -ές (Α) φράζω
1. ανόητος, αστόχαστος
2. (για τους νεκρούς) αυτός που δεν αισθάνεται τίποτε, ο αναίσθητος.

Greek Monotonic

ἀφρᾰδής: -ές (φράζομαι), αναίσθητος, απερίσκεπτος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τους νεκρούς, αναίσθητος, άψυχος, στο ίδ.· επίρρ. ἀφραδέως, ανόητα, απερίσκεπτα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρᾰδής:
1) бесчувственный (νεκροί Hom.);
2) безрассудный, безумный (μνηστῆρες Hom.).

Middle Liddell

[φράζομαι]
insensate, reckless, Od.; of the dead, senseless, lifeless, Od. adv. ἀφραδέως, senselessly, recklessly, Il.