ἀναλογιστικός: Difference between revisions
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> adj.<br /><b class="num">1</b> fil. y cien. [[analógico]] de un tipo de conocimiento [[διάληψις]] Epicur.<i>Fr</i>.[31] 16.23, τεκμήρια Epicur.<i>Fr</i>.[26] 28.6, κατὰ τὴν ... ἀναλογιστικὴν μετάβασιν por inferencia analógica</i> op. al conocimiento empírico, S.E.<i>M</i>.11.250, [[αἵρεσις]] ἀναλογιστική escuela lógica, dogmática o analógica</i> op. [[αἵρεσις]] ἐμπειρική Gal.1.65, λόγος [[ἀναλογιστικός]] op. λόγος ἐπιλογιστικός Gal.<i>Subf.Emp</i>.8 (p.68.26)<br /><b class="num">•</b>gram. [[analogista]], [[que aplica la analogía gramatical]] πρὸς τοὺς ἀναλογιστικοὺς τῶν γραμματικῶν respecto a los gramáticos analogistas</i> S.E.<i>M</i>.2.59.<br /><b class="num">2</b> [[reflexivo]] del conocimiento, Phld.<i>Inc.Lib.Hermes</i> 36, p.573.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[analógicamente]], [[por conocimiento analógico]] S.E.<i>M</i>.3.40, Gal.18(2).346, Clem.Al.<i>Strom</i>.8.9.32.<br /><b class="num">2</b> [[reflexivamente]] Phld.<i>Inc.Lib.Hermes</i> 36, p.573. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> adj.<br /><b class="num">1</b> fil. y cien. [[analógico]] de un tipo de conocimiento [[διάληψις]] Epicur.<i>Fr</i>.[31] 16.23, τεκμήρια Epicur.<i>Fr</i>.[26] 28.6, κατὰ τὴν ... ἀναλογιστικὴν μετάβασιν por inferencia analógica</i> op. al conocimiento empírico, S.E.<i>M</i>.11.250, [[αἵρεσις]] ἀναλογιστική escuela lógica, dogmática o analógica</i> op. [[αἵρεσις]] ἐμπειρική Gal.1.65, λόγος [[ἀναλογιστικός]] op. [[λόγος ἐπιλογιστικός]] Gal.<i>Subf.Emp</i>.8 (p.68.26)<br /><b class="num">•</b>gram. [[analogista]], [[que aplica la analogía gramatical]] πρὸς τοὺς ἀναλογιστικοὺς τῶν γραμματικῶν respecto a los gramáticos analogistas</i> S.E.<i>M</i>.2.59.<br /><b class="num">2</b> [[reflexivo]] del conocimiento, Phld.<i>Inc.Lib.Hermes</i> 36, p.573.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[analógicamente]], [[por conocimiento analógico]] S.E.<i>M</i>.3.40, Gal.18(2).346, Clem.Al.<i>Strom</i>.8.9.32.<br /><b class="num">2</b> [[reflexivamente]] Phld.<i>Inc.Lib.Hermes</i> 36, p.573. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:35, 22 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A judging by analogy, analogical, S.E.M.11.250; ἡ -κὴ τέχνη ib. 1.214. 2 of knowledge, etc., reflective, Phld.Herc.1003. Adv. -κῶς ibid. II teaching analogy, γραμματικοί S.E.M.2.59; αἵρεσις -κή, of the Rational or Dogmatic school of physicians, opp. ἐπιλογιστική (the Empirics), Gal.1.65; analogisticus sermo Id.Subf.Emp.8p.52Bonnet. Adv. -κῶς S.E.M.3.40, Gal.18(2).346.
German (Pape)
[Seite 196] ή, όν, zur Analogie gehörig, γραμματικοὶ ἀν., Grammatiker, welche die Analogie lehren, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογιστικός: -ή, -όν, ὁ κρίνων ἐξ ἀναλογίας, ἀναλογικός, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 250· ἡ -κὴ τέχνη αὐτόθι 1. 214. ΙΙ. ὁ διδάσκων ἀναλογίαν, γραμματικοὶ αὐτόθι 2. 59. - Ἐπίρρ. -κῶς αὐτόθι 3. 40.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I adj.
1 fil. y cien. analógico de un tipo de conocimiento διάληψις Epicur.Fr.[31] 16.23, τεκμήρια Epicur.Fr.[26] 28.6, κατὰ τὴν ... ἀναλογιστικὴν μετάβασιν por inferencia analógica op. al conocimiento empírico, S.E.M.11.250, αἵρεσις ἀναλογιστική escuela lógica, dogmática o analógica op. αἵρεσις ἐμπειρική Gal.1.65, λόγος ἀναλογιστικός op. λόγος ἐπιλογιστικός Gal.Subf.Emp.8 (p.68.26)
•gram. analogista, que aplica la analogía gramatical πρὸς τοὺς ἀναλογιστικοὺς τῶν γραμματικῶν respecto a los gramáticos analogistas S.E.M.2.59.
2 reflexivo del conocimiento, Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
II adv. -ῶς
1 analógicamente, por conocimiento analógico S.E.M.3.40, Gal.18(2).346, Clem.Al.Strom.8.9.32.
2 reflexivamente Phld.Inc.Lib.Hermes 36, p.573.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναλογιστικός, -ή, -όν)
αυτός που κρίνει κατ’ αναλογία
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ή γίνεται κατ' αναλογία
αρχ.
1. (στη Γραμμ.) αυτός που παραδέχεται τον νόμο της αναλογίας στη γλώσσα και ερμηνεύει σύμφωνα με αυτόν τα γλωσσικά φαινόμενα
2. το θηλ. ως ουσ. η αναλογιστική
η τέχνη του να κρίνει κανείς αναλογικά
3. ο στοχαστικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογιστικός:
1) построенный по аналогии, аналогизирующий (μετάβασις Sext.);
2) пользующийся аналогией: οἱ ἀναλογιστικοὶ τῶν γραμματικῶν Sext. грамматики-аналогисты.